Αρχείο Εμμανουήλ Ιωαννίδου (Αμοργίνου) (1857)


Ο Εμμανουήλ Ιωαννίδης γεννήθηκε στις Λεύκες της Αμοργού στις 23 Μαΐου 1823 και πέθανε στη Χώρα της Αμοργού στις 11 Μαρτίου 1906. Ήταν γιός του Ιωάννη Μ. Ζαράνη και της Καλής Σακελίου και υπήρξε μια από τις πιο αξιόλογες πνευματικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα στην Ελλάδα και σε κοινότητες της Ελληνικής Διασποράς στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και τη Ρωσία.
Αποφοίτησε από το γυμνάσιο Σύρου το 1844 και επέστρεψε στην Αμοργό όπου εργάστηκε ως προσωρινός ελληνοδιδάσκαλος σε σχολείο που είχε ανεγερθεί με έξοδα της μονής της Παναγίας Χοζοβιώτισσας. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε ως τακτικός ελληνοδιδάσκαλος του Ελληνικού Σχολείου της Αμοργού το οποίο λειτουργούσε υπό την αιγίδα του δήμου. Μετά από τριετή θητεία, αναζητώντας πανεπιστημιακή μόρφωση, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εντάχθηκε στους φιλολογικούς κύκλους της εποχής συμμετέχοντας ενεργά στις φιλοσοφικές/πολιτικές/εθνικές διεργασίες εκείνων των χρόνων. Λίγο πριν την ολοκλήρωση των σπουδών του και προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην, ταξίδεψε στο Βουκουρέστι όπου παρέμεινε τρία χρόνια εργαζόμενος ως οικοδιδάσκαλος σε οικογένειες επιφανών ομογενών.
Το 1856 επέστρεψε στην Αμοργό μετά από δωδεκαετή απουσία και παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Ειρήνη Ν. Βλαβιανού με την οποία απέκτησαν δυο παιδιά, το πρώτο εκ των οποίων πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Παρέμεινε στην Αμοργό για πέντε χρόνια εργαζόμενος με ιδιαίτερο ζήλο ως ελληνοδιδάσκαλος, μισθοδοτούμενος από τη μονή της Παναγίας Χοζοβιώτισσας. Οι χαμηλές όμως οικονομικές απολαβές του τον οδήγησαν εκ νέου εκτός Αμοργού – στην Κωνσταντινούπολη αυτή τη φορά, όπου εργάστηκε πάλι ως οικοδιδάσκαλος.
Το Σεπτέμβριο του 1860 πέθανε από φυματίωση η σύζυγός του σε ηλικία 36 χρόνων και ενώ το μοναδικό παιδί τους ήταν 3 ετών. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με ήδη ανειλημμένες υποχρεώσεις του, ώθησε τον Εμμανουήλ Ιωαννίδη πίσω στην Κωνσταντινούπολη όπου ανέπτυξε  αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα. Ίδρυσε τον «Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως» στον οποίο διατέλεσε γραμματέας, βιβλιοθηκάριος, συντάκτης του περιοδικού του συλλόγου, και επιμελητής των αρχαιολογικών συλλογών του, καθώς και τον «Εκκλησιαστικό Μουσικό Σύλλογο». Εκλέχθηκε επίσης μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας της Ρώμης με βάση τις δημοσιευμένες μελέτες του σχετικά με αρχαιολογικά ευρήματα της Αμοργού. Το 1862 ταξίδεψε στο Ταγανρόγ της νότιας Ρωσίας (επίνειο του Ροστόφ στην Αζοφική θάλασσα) όπου εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος σε σπίτια εύπορων οικογενειών ομογενών και αργότερα διορίστηκε έφορος της Δημόσιας Ελληνικής Σχολής του Ταγανρόγ. Παρέμεινε συνολικά έξι χρόνια στην περιοχή αναπτύσσοντας σημαντική εθνική δραστηριότητα. Το 1871 διορίστηκε διευθυντής στην Ελληνεμπορική Σχολή της Χάλκης η οποία αναπτύσσεται σημαντικά κατά τη θητεία του. Κατά την παραμονή του στη Χάλκη δημιούργησε μια ογκώδη βιβλιοθήκη χιλίων και πλέον τόμων την οποία κατόπιν μετέφερε στην Αμοργό. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας διορίστηκε σε διάφορες θέσεις σε Ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (Μεγαλόπολη, Θήρα, Αμοργό, Αθήνα), επιστρέφοντας οριστικά στην Αμοργό το 1882 όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της  ζωής του ολοκλήρωσε τη συγγραφή του  τετράτομου έργου του «Αμοργιακά» στο οποίο συνόψισε τις φιλολογικές, αρχαιολογικές και εθνολογικές μελέτες του.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι μέρος των μελετών του Εμμανουήλ Ιωαννίδη συνίσταται στη συλλογή και συστηματική καταγραφή «ηθών, εθίμων, μύθων, ασμάτων και παροιμιών» από όλη την Ελλάδα. Πριν δηλαδή τη συγκρότηση της Λαογραφίας ως επιστήμης που ασχολείται με τις εκφάνσεις των λαϊκών πολιτισμών, ο επιφανής αυτός Αμοργίνος λόγιος, διαβιώνοντας σε αντίξοες γενικά συνθήκες, τόσο σε προσωπικό όσο και σε ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, μπόρεσε να συγκεντρώσει ένα τεράστιο σε όγκο λαογραφικό υλικό το οποίο παραμένει σχετικά άγνωστο, ανεξερεύνητο και ανεπεξέργαστο.
Τα κείμενα από το χειρόγραφο του Εμμανουήλ Ιωαννίδη που φιλοξενούνται στο Ψηφιακό Οπτικοακουστικό Αρχείο Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της είναι δυο ειδών: 1) ποιητικά κείμενα τα οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει «άσματα» και 2) ποιητικά κείμενα σε μορφή κατηγοριοποιημένων διστίχων. Όλα έχουν διασωθεί σε δυο χειρόγραφους τόμους που βρίσκονται στην κατοχή του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών το οποίο ευγενικά τα παραχώρησε στο Αρχείο μας. Τα κείμενα μεταγράφτηκαν από το χειρόγραφο από επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τον παλαιογράφο Αγαμέμνωνα Τσελίκα και εκτίθενται στο Αρχείο με την ορθογραφία και στίξη του πρωτοτύπου.
Πιο κάτω εμφανίζεται δείγμα του χειρογράφου καθώς και η μεταγραφή του.