< Βιογραφίες

ΔΕΣΠΟΤΙΔΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (1924 - 1981)

ΟΝΟΜΑ: Δημήτριος (Μίμης) Δεσποτίδης του Αντωνίου και της Βιργινίας

ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Αμοργός

ΤΟΠΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ: Αθήνσ

ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ: Αθήνα

ΣΥΖΥΓΟΣ / ΓΕΝΟΣ: Ανθή Ρέρα / Ρέρα

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Εκδότης

ΙΔΙΟΤΗΤΑ: Λόγιος, Διανοούμενος

Το παρακάτω βιογραφικό σημείωμα για τον Αμοργίνο λόγιο Δημήτριο Α. Δεσποτίδη συντάχθηκε από τον Αμοργιανό φιλόλογο – ερευνητή Γεώργιο Α. Μαύρο και εκφωνήθηκε από τον τελευταίο σε ομιλία προς τιμήν του Δ. Α. Δεσποτίδη. Αντλήθηκε από το αρχείο του Γ. Α. Μαύρου το οποίο παραχωρήθηκε στο σύνολό του στο Ψηφιακό Οπτικοακουστικό Αρχείο Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της. Η σύνταξη, η ορθογραφία και η στίξη του κειμένου έχουν διατηρηθεί.

Απόψε στα πλαίσια πολιτιστικού τετραημέρου που διοργανώνουμε, γίνεται μια προσπάθεια απλής και ήρεμης έκφρασης του Αμοργιανού ποιητικού αισθήματος μέσα από την χρονικά εξελισσόμενη πορεία του. Ακόμα ένας οφειλόμενος φόρος τιμής σε μια φωτεινή αγωνιστική μορφή συμπατριώτη μας που σημάδεψε την ελληνική προοδευτική σκέψη, του Δημήτρη Δεσποτίδη.
Η πρώτη αναφορά στον Σιμωνίδη τον Αμοργίνο. Ιαμβογράφο και ελεγειογράφο του 6ου π.Χ αιώνα που έζησε και δημιούργησε στην Αμοργό και σ’ αυτήν οφείλει την επωνυμία του. Αναφορά σε ένα έργο που ξεχειλίζει από έντονο σπινθηροβόλο πνεύμα και πλούσια σκωπτική διάθεση. Η συνέχεια της βρίσκεται στα δημοτικά στιχουργήματα που φανερώνουν όλη τη σατυρική διάθεση, το κέφι, τη χαρά, την αισιόδοξη στάση ζωής. Που εκφράζουν συνάμα τον αγώνα για επιβίωση, το μοιρολόι, το μισεμό, την ήρεμη ζωή που κυλά ανάμεσα καφενείου θάλασσας και απόβραδου. Αυτή η υποδομή μαζί με την προσωπική ιδιαιτερότητα και ευαισθησία, τις κοινωνικές συντεταγμένες το φυσικό περιβάλλον του λευκού και του γαλάζιου, γεννούν τους επώνυμους πια δημιουργούς.
Αμοργιανούς ποιητές παρουσιάζουμε σήμερα. Είναι μια προσπάθεια γνωριμίας και εντονότερης επαφής του Αμοργιανού κόσμου με τους ανθρώπους που τον εκφράζουν στη σφαίρα της τέχνης. Είναι μια οφειλόμενη τιμή στον πνευματικό άνθρωπο του τόπου μας που μέσα στο απρόσφορο, αντιποιητικό κλίμα της εποχής κατορθώνει να ευαγγελίζεται το καλύτερο παραμένοντας άνθρωπος. Μια αναγνώριση σε αυτούς που εκτελούν το πρώτο τους χρέος στη ράτσα, νιώθουν μέσα τους όλους τους προγόνους, φωτίζουν την ορμή τους και συνεχίζουν το έργο τους. Και πάνω από όλα είναι μια πενιχρή, το αναγνωρίζουμε, αφιέρωση στον άνθρωπο που έργο ζωής έκανε την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, το πολιτιστικό ανέβασμα του τόπου, την παιδεία του Έλληνα. Είναι φόρος τιμής, ελάχιστος στον άνθρωπο που μας κάνει ανεξάρτητα από πολιτικές τοποθετήσεις να νιώθουμε περήφανοι για το ότι είμαστε συμπατριώτες του. Ο τόπος μας, τα Αμοργιανά νιάτα τιμούν τον άνθρωπο που σ’ όλη του τη ζωή εμψύχωνε και καθοδηγούσε τα νιάτα στον αγώνα για ένα καλύτερο κόσμο.

Ο Δημήτρης Δεσποτίδης γεννήθηκε στην Πλάκα την 1η Απρίλη του 1924 από Αμοργιανούς και τους δύο του γονιούς. Τον Αντώνη και τη Βιργινία Δεσποτίδη. Ο πατέρας του ήταν γνωστός φαρμακοποιός της εποχής. Πιο πολύ απ’ όλους στα παιδικά του χρόνια επέδρασε ο θείος του Μιχάλης Δεσποτίδης ο γνωστός Μινωίτης, δάσκαλος, λόγιος και ποιητής της Αμοργού. Αυτός επηρεάζει αποφασιστικά το Δημητράκη κατά τους Αμοργιανούς Δεσποτίδη να στραφεί στα γράμματα και στις ουμανιστικές ιδέες που τα χρόνια εκείνα ριζώνουν και ανδρώνονται στη χώρα μας. Ο Μίμης Δεσποτίδης από πολύ νωρίς δείχνει την ιδιαίτερη κλίση του στην τέχνη και τη φιλοσοφία, ταυτόχρονα όμως την ευαισθησία και την αγωνιστικότητα του. Αριστούχος μαθητής του Α γυμνασίου της Πλάκας οργανώνει τα πρώτα κατοχικά συσσίτια των μαθητών της Αθήνας. Συμβολικά αξίζει ν’ αναφερθεί ότι τα μαθητικά συσσίτια λειτούργησαν στην Πολυκλινική Αθηνών, εκεί που πριν 4 μήνες άφησε τη ζωή. Άρχισε την αγωνιστική και πολιτιστική του δραστηριότητα σαν μέλος της ΟΚΝΕ. Ιδρυτικό στέλεχος της ΕΠΟΝ, ο γνωστός με το ψευδώνυμο Πέτρος, υπήρξε διαφωτιστής της Αθήνας και με τη φλογερή και φωτισμένη καθοδήγησή του ο εμψυχωτής των νεολαίων στον αγώνα κατά του κατακτητή. Ο άνθρωπος που μέθυσε τα νιάτα μας, τα νιάτα της Αθήνας λέει ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός που του αφιερώνει το «Κατά Σαδουκαίων» Ορατόριο μελοποιημένο από το Μίκη Θεοδωράκη. Στα γραφεία της ΕΠΟΝ οργανώνει πολιτιστικές βραδιές με τους κορυφαίους της προοδευτικής σκέψης και θερμαίνει τις παγωμένες ψυχές των νεολαίων με την ελπίδα του καλύτερου αύριο. Νεότατος, παιδί, περνά στα βουνά της Ρούμελης, στη λεύτερη τότε Ελλάδα όπου υπηρετεί την Εθνική Αντίσταση. Το διάστημα εκείνο στάθηκε ο μοναδικός εμπνευστής του ορμητικού Επονίτικου καλλιτεχνικού κινήματος που συνδέθηκε στην ψυχή του κόσμου με το μήνυμα της ΕΠΟΝ. Ήξερε να κάνει πράξη πιότερο από τον καθένα το πολεμάμε και τραγουδάμε, σύνθημα τότε των νέων, σύνθημα που ο ίδιος κράτησε σ’ όλη του τη ζωή. Μια ζωή γεμάτη από τις οδυνηρές εθνικές περιπέτειες που όμως ποτέ δεν τον γονάτισαν. Φυλακισμένος των αρχών στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μετά από ατελείωτη σειρά μεταγωγών στέλλεται στη Μακρόνησο. Η στάση του προκαλεί τον θαυμασμό και τον σεβασμό όλων των κρατουμένων. Στην κόλαση της ΣΦΑ στάθηκε ήρωας. Στη μάταιη προσπάθειά τους να του αποσπάσουν δήλωση τον κτύπησαν με στάμνα στο κεφάλι με αποτέλεσμα να χάσει το φως του για κάμποσο και τη δυνατότητα να βαδίζει. Παρέμεινε μέχρι το τέλος πιστός στις ιδέες του και με το γνώριμο φωτεινό χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του. Στις πολυετείς φυλακίσεις του μελέτησε με ιερό πάθος νεοελληνική ιστορία και πλάτυνε τεράστια τους ορίζοντές του. Μετά την αποφυλάκισή του παντρεύτηκε την Ανθή Ρέρα, γνωστή αγωνίστρια της ΕΠΟΝ, την κυρία Ανθή Δεσποτίδου που σήμερα είναι μαζί μας και απόκτησε δυο παιδιά που φέρνουν το όνομα των Αμοργιανών γονιών του. Στα μετέπειτα χρόνια η προσπάθεια του στράφηκε ολόψυχη στο πολιτιστικό ανέβασμα του λαού μας. Ο Δεσποτίδης ήταν ανάμεσα στους πρώτους που κατανόησαν με την πιο μεγάλη οξύνοια πώς ο Μαρξισμός και η σοσιαλιστική κουλτούρα έπρεπε να συνδεθεί με την επιστημονική έρευνα και τις πρωτοπόρες αναζητήσεις στην τέχνη. Το όραμά του ήταν το σωστό πάντρεμα της πολιτιστικής πολιτικής του Κινήματος με την κάθε είδους πρωτοπορία στην παιδεία, την τέχνη και την επιστήμη.
Βάζει τις βάσεις μιας άλλης αντίληψης για το εκδοτικό έργο. Θεωρούσε πως το έντυπο και γενικότερα η περιοχή του βιβλίου πρέπει να γίνουν εργαστήρια κριτικού στοχασμού, να αναπτύσσουν την προσωπικότητα και τον διάλογο, να διαμορφώνουν. Πίστευε ότι κανένας πολιτικός φορέας στο χώρο της κουλτούρας δεν μπορεί να γίνεται ο κηδεμόνας του λαού. Αλλά, να γίνεται ο χώρος συσπείρωσης πνευματικών δυνάμεων που θα ‘παιζαν λυτρωτικό ρόλο στην απελευθέρωση των ανθρώπων και στην καλυτέρευση της κοινωνίας. Πίστευε πως πρέπει να είναι σχολειά δημιουργίας όχι αφ’ υψηλού κηδεμονίες και παρωπίδες. Πίστευε βαθειά στην ελευθερία της έρευνας και της ενημέρωσης, στην παιδαγωγική, στην ανάπτυξη κριτικού πνεύματος. Η πρακτική της μασημένης δήθεν εύκολης τροφής και της απλοποίησης δεν είχαν καμιά θέση στην αντίληψή του. Καμμιά μασημένη τροφή δεν μπορεί να έχει σχέση με το δημοκρατικό κίνημα που πάνω από όλα πρέπει να σέβεται το λαό στον οποίο απευθύνεται και τους δημιουργούς που καλεί να αγωνιστούν μαζί του. Μ’ αυτή την πλατειά και φωτισμένη αντίληψη ο Δεσποτίδης ανοίγει καινούργιους δρόμους και βάζει έντονα την προσωπική του σφραγίδα στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου μας στα νεώτερα κρίσιμα χρόνια. Συνδέει τ’ όνομά του με τρεις μεγάλες πολιτιστικές κατακτήσεις. Την Επιθεώρηση Τέχνης, τις εκδόσεις «Θεμέλιο» και τη Λέσχη του Βιβλίου. Την Επιθεώρηση Τέχνης την ξεκίνησαν τα πιο φωτεινά μυαλά κι οι πιο ζωντανές καρδιές της προοδευτικής σκέψης. Ονόματα σαν του Τίτου Πατρίκιου, του Κώστα Κουλουφάκου, του Πορφύρη, του Δημήτρη Ραφτόπουλου, του Γιώργου Πέτρου, του Γιάννη Χαίτη, του Νίκου Σιαπκίδη. Ωστόσο στην αρχή το περιοδικό δεν είναι απαλλαγμένο από τα προπατορικά αμαρτήματα του κινήματος, μια στενότητα και ένα δογματισμό. M. Δεσποτίδης έρχεται λίγο αργότερα. Από την εποχή που αναλαμβάνει υπεύθυνα την έκδοση του, τεύχος με τεύχος η ποιότητα ανεβαίνει, το περιοδικό ελευθερώνεται, διευρύνεται και αγκαλιάζει όλο και πλατύτερα στρώματα. Γίνεται ένα πλατύ, ευρύτατο λογοτεχνικό περιοδικό, ένα πνευματικό όργανο που συμβάλλει στην ακτινοβολία του δημοκρατικού κινήματος στον πνευματικό και τον φοιτητικό χώρο. Στάθηκε ο βασικός συντελεστής στην έκδοση του μέχρι την ώρα της χούντας. 130 περίπου τεύχη. Παράλληλα ο Μ. Δεσποτίδης προχωρεί στο έργο της ζωής του. Με τη συμπαράσταση και πολύτιμη συνεργασία πιστών φίλων ιδρύει τις εκδόσεις «Θεμέλιο». Με πενιχρά οικονομικά μέσα και με μόνο όπλο του τη συμπάθεια που προκαλούσε προσωπικά, την εμπιστοσύνη που ενέπνεε και το ιερό πάθος του για σωστή και ελεύθερη έκδοση κατάφερε να κάνει σειρά από εκδόσεις που δώσανε μια καινούργια ώθηση του βιβλίου στον τόπο μας. Μέσα σε δύσκολα χρόνια από το 1963 εκδίδει δεκάδες προοδευτικά βιβλία, σε ένα πνεύμα καινούργιο και ανανεωτικό. Σε ένα πνεύμα έκδοσης που διαμορφώνει, που φωτίζει και συνειδητοποιεί τις μάζες. Χωρίς προκαταλήψεις και στεγανά φέρνει κοντά στον λαό μας ότι πιο σωστό και χρήσιμο, με τον πιο άρτιο και υπεύθυνο τρόπο. Ήξερε καλά πως αληθινοί, δημιουργικοί πολίτες είναι εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα ολοκληρωμένης γνώσης, κρίσης και επιλογής. Και αυτό οραματίστηκε και πρόσφερε.
Γίνεται από τους εμπνευστές, ιδρυτές και οργανωτές της «Λέσχης του Βιβλίου» στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο. Ήταν μια προσπάθεια δημιουργικής σχέσης αναγνώστη και κειμένου που ξύπνησε πολλές συνειδήσεις. Πρώτος εκείνος άνοιξε τις δημόσιες συζητήσεις φέρνοντας σε επαφή το κοινό με τους νέους δημιουργούς. Ανασύρει στην επιφάνεια, βγάζει στο φως νέους ανθρώπους. Έχει μια ικανότητα μοναδική να τρυπώνει στην ψυχή του δημιουργού και να αποκαλύπτει μετά από πολύωρες συζητήσεις την πηγή της αναζήτησης τους. Και κυρίως βοηθάει στην πραγματική μορφή που πρέπει να πάρει το έργο για να αντιπροσωπεύσει καίρια τον πρώτο ερεθισμό. Σωκρατικά πασχίζει να ανακαλύψει την υπόσχεση που υπάρχει μέσα στον καθένα ζωντανό άνθρωπο και να τον σπρώξει να την εκπληρώσει με τις δικές του πια προσπάθειες. Γι’ αυτή του τη μοναδικότητα λέει ο Βασίλης Βασιλικός: «Το Εκτός των Τειχών και το Ζ δεν θα είχαν ποτέ γραφτεί αν δεν υπήρχε το Δεσποτίδης. Αυτά τα 2 βιβλία υπήρξαν δικά του δημιουργήματα». Κάνει εκθέσεις ελληνικού και ξένου βιβλίου. Οργανώνει εκδηλώσεις για την αντίσταση, τη Γυναίκα. Παρουσιάζει το Μαντχάουζεν του Ι. Καμπανέλη. Αποκαλύπτει το Θεόφιλο της Κύπρου, το λαϊκό ζωγράφο Μιχάλη Κάσσιαλο αυτόν τον γέροντα που στα 80 του χρόνια έπεσε θύμα της Τουρκικής θηριωδίας κατά την εισβολή στην Κύπρο. Στον Μίμη Δεσποτίδη οφείλεται η μελοποίηση της Ρωμιοσύνης παρόλες τις αντιδράσεις που συνάντησε μαζί με το Μ. Θεοδωράκη από την οπισθοδρομική αντίληψη ωρισμένων. Σ’ αυτόν ακόμα το πάντρεμα Μίκη Θεοδωράκη και Ιάκωβου Καμπανέλλη στους στίχους για το Μαντχάουζεν. Το προοδευτικό δοκίμιο, η μαχητική πεζογραφία, κείμενα που έχουν άμεση σχέση με τον πόλεμο στο Βιετνάμ γίνονται κτήμα του λαού από το «Θεμέλιο». Ενθαρρύνει και συνεργάζεται με το περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» και πρωτοστατεί στις δυο βδομάδες Μαρξιστικής σκέψης στα 1965 και 66.
Η πολιτική και πολιτιστική του δραστηριότητα διακόπτεται βίαια το 67 με τη δικτατορία που διαλύει τις εκδόσεις «Θεμέλιο». Κυνηγημένος για δεύτερη φορά καταφέρνει περιπετειωδώς να διαφύγει στο εξωτερικό. Αυτοεξορίζεται στο Παρίσι. Εκεί γεμάτος φλόγα και πίστη είναι η παρήγορη και αισιόδοξη φωνή για τους εξόριστους δημοκράτες του εξωτερικού. Όσο και αν σκοτεινιάζει ο ορίζοντας, κι αν πλήθαιναν οι άσχημες ειδήσεις, τίποτα δεν τον έκανε να χάνει το κουράγιο του. Η κ. Τατιάνα – Γκρίτση Μιλιέξ συνεξόριστή του στο Παρίσι γράφει για τη στάση του: «Αν μάθαινε πως κάποιος από μας ήταν σε άσκημη ώρα, άφηνε αμέσως τη συντροφιά του και σαν από μηχανής αισιόδοξος θεός σου ξεφόρτωνε την πέτρα από την ψυχή σου, αυτός ο απεσταλμένος του Λόγιου Ερμή ή του Απόλλωνα».
Στο Παρίσι θα ζήσει τη διάσπαση της Ελληνικής Αριστεράς και θα ταχθεί από την αρχή με το γραφείο Εσωτερικού, που υπήρξε και μέλος της Κ.Ε. μέχρι το θάνατό του. Στην Ελλάδα θα πολεμήσει μ’ όλη του τη δύναμη μέσα από το κόμμα του κάθε προσπάθεια που μείωνε την ακτινοβολία και την ανθρωπιά του ιδανικού του, από όπου και αν προερχόταν.
Άλλοι αφήνουν πίσω τα γραφτά τους, τα βιβλία τους. Ο Δεσποτίδης αρνήθηκε με πείσμα να κατοχυρώσει γραπτά τις ιδέες του. Αυτός ο παθιασμένος με τα βιβλία άνθρωπος, διεκδικεί για τον εαυτό του, τον προφορικό λόγο, την συζήτηση, το διάλογο.
Προσφέρει τις ιδέες του απλόχερα, ανυστερόβουλα για να βρεθούν άλλοι να τις αξιοποιήσουν. Είναι η σεμνότητα και η αυταπάρνηση της σκέψης. Το πολιτικό του πιστεύω μπορεί να έμεινε άγραφο. Αλλά αποτελεί έργο ιστορικό και ζωντανό μαζί. Βρίσκεται ενσαρκωμένο σ’ όλες τις προσπάθειες που πήρε μέρος είτε άμεσα είτε σε συνεργασία με άλλους. Ενσαρκώθηκε επίσης στο έργο δεκάδων δημιουργών για τους οποίους οι προτάσεις και οι ιδέες του Δεσποτίδη υπήρξαν το κέντρισμα και η ώθηση για το έργο τους. Βρίσκεται ζωντανό στις αντιλήψεις των νέων ανθρώπων που το παράδειγμά του θα τους εμπνέει και θα τους οδηγεί να συνεχίσουν με το ίδιο πάθος. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί στην Αμοργό. Να είναι σίγουρος πως η γη των γονιών του ζεστά θα τον δεχτεί, αυτόν τον πρωτοψάλτη της αγάπης για τον άνθρωπο.