< Βιογραφίες

ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (1854 - 1961)

ΟΝΟΜΑ: Δημήτριος (Δημητράκης) Εξαρχόπουλος του (Άγνωστο όνομα πατέρα) και της Σοφίας

ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Αμοργός

ΤΟΠΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ: Αμοργός

ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ: Αμοργός

ΣΥΖΥΓΟΣ / ΓΕΝΟΣ: Άγνωστη / Άγνωστο

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Αγρότης

ΟΡΓΑΝΟ: Λαϊκός Ποιητής – Ριμαδόρος

Το παρακάτω βιογραφικό σημείωμα για το λαϊκό ποιητή Δημήτριο Νομικό συντάχθηκε από τον Αμοργιανό φιλόλογο – ερευνητή Γεώργιο Α. Μαύρο. Αντλήθηκε από το αρχείο του τελευταίου το οποίο παραχωρήθηκε στο σύνολό του στο Ψηφιακό Οπτικοακουστικό Αρχείο Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της. Η σύνταξη, η ορθογραφία και η στίξη του κειμένου έχουν διατηρηθεί.

Λαϊκός ποιητής ίσως ο σημαντικότερος όλων και κατά τη γνώμη μου ο ικανότερος. Κατάγεται από τη γνωστή οικογένεια των Εξαρχόπουλων. Γεννήθηκε στη Χώρα (ΑΠ) σε σπίτι οικογένειας Νικηφοράκηδων Β.Δ. του Κάστρου που ακόμα σώζονται τα χαλάσματά του, δεξιά του δρόμου καθώς βαδίζομε Ανατολικά προς το σπίτι που διέμενε ο Πατριάρχης Παρθένιος Γ. Φοίτησε στο Σχολαρχείο της Αμοργού. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους φτάνοντας το βαθμό του Ανθυπασπιστή. Όταν επέστρεψε στα Κατάπολα έγινε Κοινοτικός Σύμβουλος, Πρόεδρος και για πολλά χρόνια γραμματέας της Κοινότητας. Αυτομορφώθηκε και ανάπτυξε τα έμφυτα χαρίσματα σε βαθμό αξιόλογο. Έγινε στενός φίλος του Ν. Καζαντζάκη, όταν αυτός ήλθε στην Αμοργό το 1925. Ο μεγάλος Κρητικός εκτίμησε βαθύτατα το πνεύμα του και το ταλέντο του είχε αλληλογραφία μαζί του που δυστυχώς δε σώζεται και του χάρισε την «Ασκητική» με ιδιόχειρη αφιέρωση που κατά πληροφορίες πρέπει να σώζεται στη βιβλιοθήκη της οικογένειας Μιχαήλ Κ. Κωβαίου. Η κύρια ασχολία του ήταν τα λίγα του χωράφια. Ήταν πολύ αξιαγάπητος άνθρωπος και γινότανε αμέσως το επίκεντρο της παρέας στο καφενείο, χωρίς να είναι ιδιαίτερα χαρωπός είχε ένα ανεπανάληπτο χιούμορ. Η ποιητική του λειτουργία ξεκινούσε από την παρατήρηση των συνανθρώπων του. Θέματά του η κακή συμπεριφορά, η τεμπελιά, η ξιπασιά, τα παθήματα των άλλων και τα δικά του, η εκμετάλλευση. Δεν τραγούδησε τον έρωτα. Καθόταν στο καφενείο και παρατηρούσε. Ύστερα αφού βυθιζότανε για λίγο, κατέβαζε το καπέλο του μέχρι τα μάτια, έπαιρνε ένα γλυκό ειρωνικό χαμόγελο κι έλεγε: «ελάτε να σας πω μια ρίμα που ήκουσω>. Ποτέ δεν έλεγε ότι ήταν δικά του τα ποιήματα. Τα στέκια του ήταν το «Τέλειον» και το «Κιόσκι» και ο Ευκάλυπτος της πλατείας. Πέθανε σε αρκετά μεγάλη ηλικία. Το σπίτι του ήταν στη σημερινή «Πανεμπορική».