ΑΜΟΡΓΟΣ ΔΟΝΟΥΣΑ ΚΟΥΦΟΝΗΣΙΑ ΚΕΡΟΣ ΝΑΞΟΣ ΣΧΟΙΝΟΥΣΑ ΗΡΑΚΛΕΙΑ

Θεωρώ τη μνήμη όχι ως ένα προορισμό, αλλά ως σημείο αφετηρίας – έναν καταπέλτη που σε ρίχνει στο παρόν, επιτρέποντάς σου να φανταστείς το μέλλον… Θα μου ήταν απολύτως αδύνατο να έχω οποιαδήποτε σχέση με την ιστορία αν αυτή ήταν απλώς μια συλλογή νεκρών ανθρώπων, νεκρών ονομάτων, νεκρών γεγονότων.
Γι’ αυτό έγραψα τη «Μνήμη της Φωτιάς» σε ενεστώτα χρόνο, προσπαθώντας να κρατήσω ζωντανά όλα όσα συνέβησαν και να επιτρέψω να ξανασυμβούν, μόλις το διαβάσει ο αναγνώστης.

Eduardo Galeano – “The Memory of Fire Trilogy: Genesis, Faces and Masks, and Century of the Wind.”

Η αξία και η επιρροή της ιστορικής παράδοσης στη ζωή μας σήμερα είναι αδιαμφισβήτητη. Παραφράζοντας τον Αμερικανό συγγραφέα James Baldwin μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η μεγάλη δύναμη της παράδοσης προέρχεται από το γεγονός ότι είναι ενσταλαγμένη μέσα μας, ότι ασυνείδητα διαμορφώνει τις σκέψεις και τις πράξεις μας με ποικίλους τρόπους και ότι είναι κυριολεκτικά παρούσα σε όλα όσα κάνουμε. Σε αυτήν οφείλουμε το πλαίσιο των πολιτισμικών αναφορών μας, τις πολιτιστικές μας ταυτότητες, τις οντολογικές παραδοχές και προσδοκίες μας. Με αυτήν την έννοια, η παράδοση δεν είναι το παρελθόν – είναι το παρόν. Είναι η σχέση μας με τον εαυτό μας, τις οικογένειές μας, τις κοινότητές μας, τις κοινωνίες μας και τον κόσμο. Ουσιαστικά ενσαρκώνουμε την παράδοσή μας και με τη σειρά μας συμβάλλουμε στη διαμόρφωσή της. Εμείς οι ίδιοι είμαστε η ιστορική μας παράδοση. Ταυτόχρονα, καθώς οι ταυτότητες και οι κουλτούρες μας εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου, ανασυνθέτουμε σταδιακά τις ιστορικές μας αφηγήσεις. Αυτές οι νεοσύστατες, συλλογικά διαμορφωμένες ιστορικές μνήμες συμβάλλουν στην δημιουργία πολιτισμικών ταυτοτήτων για τις μελλοντικές γενιές. Η καταγραφή και μελέτη της ιστορικής μας παράδοσης είναι ένα εξελισσόμενο, ανολοκλήρωτο έργο, όπως και η ανθρώπινη ζωή.

ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ: ΙΣΤΟΡΙΑ – ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ – ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Ο Δήμος Αμοργού, σε συνεργασία με τον ερευνητή Δρ. Παναγιώτη Λιαρόπουλο και με την αρωγή του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), του Ιδρύματος Fulbright και του Center for Hellenic Music and Culture, δημιουργεί το πρώτο Ψηφιακό Οπτικοακουστικό Αρχείο Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της – της Δονούσας, της Ηρακλειάς, της Κέρου, των Κουφονησίων και της Σχοινούσας. Το αρχείο φιλοξενεί όλες τις υπάρχουσες πηγές, ηχητικές, οπτικές, έντυπες και προφορικές, που αφορούν την οργανική και φωνητική παραδοσιακή μουσική, το χορό και τη λαϊκή ποιητική παράδοση των νησιών.
Δεδομένου ότι οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες, η πολιτιστική δραστηριότητα, καθώς και πτυχές της κοινωνικής ζωής στα νησιά συχνά καταγράφονται στα τραγούδια ή/και εκφράζονται μέσω της μουσικής χρησιμοποιώντας επικοινωνιακούς κώδικες συλλογικής έκφρασης, η συστηματική συλλογή και μελέτη τους αναδεικνύει αφενός, στοιχεία του κοινωνικού κλίματος (τόσο του μακρινού όσο και του πρόσφατου παρελθόντος) και αφετέρου, τις πλούσιες μουσικές και πολιτιστικές παραδόσεις του νησιωτικού αυτού συμπλέγματος.

Σε αντίθεση με άλλες περιοχές, τόσο της νησιωτικής όσο και της ηπειρωτικής χώρας όπου έχουν γίνει κάποιες συστηματικές αρχειακές καταγραφές, στην περίπτωση των συγκεκριμένων νησιών υπήρχε παντελής έλλειψη συγκροτημένων αρχείων της παραδοσιακής τους μουσικής, των χορευτικών παραδόσεων και της λαϊκής τους ποίησης. Στόχος λοιπόν της δημιουργίας του Ψηφιακού Οπτικοακουστικού Αρχείου Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της είναι η συστηματική καταγραφή, διάσωση και παράδοση στη συλλογική μνήμη δεκαετιών μουσικής, χορευτικής και ποιητικής πράξης, καθώς και η καταγραφή ιστορικών πληροφοριών για πολλές γενιές τοπικών μουσικών, ως πηγές για μελλοντική έρευνα και ως μέρος της εθνικής αλλά και της παγκόσμιας παραδοσιακής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η ερευνητική δραστηριότητα, η οποία ξεκίνησε το 2019, στηρίχθηκε σε ένα ποιοτικό (qualitative) επιστημολογικό πλαίσιο που αναγνωρίζει τη σημασία της τοποθέτησης της έρευνας σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό, πολιτισμικό και ιστορικό πλαίσιο και αξιοποίησε ποιοτικά εργαλεία συλλογής δεδομένων. Η μεθοδική συλλογή δεδομένων έγινε με βάση σύγχρονες εθνομουσικολογικές πρακτικές και περιέλαβε, μεταξύ άλλων τα εξής:
– επιτόπια οπτικοακουστική καταγραφή μουσικών δραστηριοτήτων
– δημιουργία μιας σειράς νέων – κατά παραγγελίαν – ιστορικών ηχογραφήσεων με στόχο τη διάσωση των ιδιαίτερων, παλαιότερων και νεότερων, οργανικών και φωνητικών τεχνικών καθώς και των ιδιαίτερων υφολογικών χαρακτηριστικών της παραδοσιακής μουσικής των νησιών
– λήψη συνεντεύξεων από παλαιότερους και νεότερους τοπικούς μουσικούς (επαγγελματίες / ημι-επαγγελματίες / ερασιτέχνες οργανοπαίκτες και τραγουδιστές) με στόχο αφενός, τη σύνταξη λεπτομερών βιογραφικών σημειωμάτων και αφετέρου, την κατανόηση της προσωπικότητας, της βιωματικής σχέσης τους με τη μουσική, των καλλιτεχνικών εμπειριών, του πολιτισμικού υποβάθρου, της καλλιτεχνικής εμβέλειας και της συμβολής τους στην κοινότητα
– λήψη συνεντεύξεων από άλλα μέλη των κοινοτήτων (μη μουσικούς) με εμπλοκή στις πολιτιστικές δραστηριότητες των νησιών, προκειμένου να ερευνηθεί περεταίρω ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο των εν γένει μουσικών δραστηριοτήτων ως «πολιτισμικών πρακτικών»
– εντοπισμό, διάσωση, συστηματική καταγραφή και ψηφιοποίηση υφιστάμενων πρωτότυπων ηχητικών, οπτικοακουστικών, έντυπων και άλλων συναφών πηγών οι οποίες βρίσκονταν κυρίως σε μικρά διάσπαρτα ιδιωτικά αρχεία
– εντοπισμό, συστηματική καταγραφή, ψηφιοποίηση και φιλολογική επιμέλεια πηγών, προφορικών και έντυπων, που αφορούν τη λαϊκή ποιητική παράδοση των νησιών και τους λαϊκούς ποιητές τους

Ο όγκος των δεδομένων που συλλέχθηκαν, επεξεργάσθηκαν συστηματικά και ενσωματώθηκαν στο Ψηφιακό Οπτικοακουστικό Αρχείο Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της έχει δομηθεί σε πολλαπλά επίπεδα, τα οποία επιτρέπουν τόσο τη συνοπτική όσο και τη λεπτομερέστερη και εις βάθος ανάγνωση. Ο χρήστης επιλέγει ο ίδιος σε ποιο βαθμό θα εκμεταλλευθεί το εύρος των διαθέσιμων πληροφοριών και, κατά συνέπεια, το Αρχείο καθίσταται εύκολα προσβάσιμο τόσο για την ευρύτερη Ελληνική και διεθνή κοινότητα όσο και για ειδικούς επιστήμονες, μουσικούς, εκπαιδευτικούς και άλλους ενδιαφερόμενους.

Ο Δήμος Αμοργού και οι κοινότητες της Δονούσας, της Ηρακλειάς, των Κουφονησίων και της Σχοινούσας, η ερευνητική ομάδα και όλοι οι συνεργάτες, θεωρούμε ότι το Ψηφιακό Οπτικοακουστικό Αρχείο Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της, ως διαδικτυακός τόπος κατοικίας και διάδοσης ενός μέρους της Αιγαιοπελαγίτικης μουσικής παράδοσης και της συναφούς πολιτισμικής/πολιτιστικής κληρονομιάς, θα καταστεί ιδιαίτερα σημαντικό για τις ανθρωπιστικές επιστήμες και την εκπαίδευση και ελπίζουμε ότι θα προωθήσει τη διεπιστημονική έρευνα στον τομέα της Ελληνικής λαογραφίας, της εθνομουσικολογίας, της εθνογραφίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Πιστεύουμε επομένως ότι είναι εξαιρετικού εθνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος.

ΤΑ ΝΗΣΙΑ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Αμοργός είναι το ανατολικότερο νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται ΝΑ της Νάξου και ΒΔ της Αστυπάλαιας. Το σχήμα της είναι μακρόστενο και το έδαφός της διατρέχεται από διαδοχικούς ορεινούς όγκους, με ψηλότερη κορυφή τον Κρίκελλο ή Κρούκελο (822 μ.), που ήταν κατάφυτος από βελανιδιές και πλούσια βλάστηση ως τη μεγάλη πυρκαγιά του 1835, ενώ οι ακτές της είναι ελάχιστα διαμελισμένες, αλλά ιδιαιτέρως απότομες και απόκρημνες. Η δυτική ακτή διαθέτει ελάχιστους υπήνεμους ορμίσκους, όπως τα σύγχρονα λιμάνια Κατάπολα και Αιγιάλη, σε αντίθεση με την ανατολική, της οποίας το ανάγλυφο είναι εξαιρετικά απόκρημνο. Το υπέδαφος δεν προσφέρει κάτι εξαιρετικό, εκτός από κάποιες φλεβώσεις βωξίτη.

2. Ιστορία

Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) η Αμοργός αναδεικνύεται ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Αιγαίου. Τούτο μαρτυρούν οι οχυρωμένες ακροπόλεις (πάνω από 12 – με κυριότερη τη Μαρκιανή) σε κορυφές λόφων και σε ακρωτήρια, τα νεκροταφεία (Δωκαθίσματα, Κάψαλα), η ανάπτυξη της μαρμαρογλυπτικής και ειδωλοπλαστικής (με τα πρώτα παραδείγματα μνημειακών γλυπτών και την καθιέρωση εργαστηρίων ειδωλίων) και η διάδοση της μεταλλοτεχνίας και της ναυσιπλοΐας. Η κομβική θέση της μεταξύ των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων μετέτρεψε την Αμοργό σε έναν από τους κινητήριους μοχλούς της επικράτησης του πολιτισμού της επεξεργασίας του χαλκού στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο.
Η άνοδος του μινωικού πολιτισμού επηρεάζει την Αμοργό κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο (2000-1600 π.Χ.), μετατρέποντάς την σε εμπορικό σταθμό στα πλαίσια της μινωικής θαλασσοκρατίας (1600-1450 π.Χ.). Η ίδρυση της Μινώας φαίνεται ότι χρονολογείται σε εκείνα τα χρόνια και σχετίζεται με το μύθο της ταύτισής της με το μέρος όπου επέλεξε να ανεγερθούν τα θερινά ανάκτορά του ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας. Κατά την περίοδο της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού (1400-1200 π.Χ.) διεισδύουν στην Αμοργό πληθυσμοί από την Ηπειρωτική Ελλάδα και την εντάσσουν στη «Μυκηναϊκή κοινή», αξιοποιώντας την κεντρική θέση του νησιού στις επικοινωνίες του Αιγαίου.
Η Γεωμετρική περίοδος (10ος-8ος αι. π.Χ.) σημαδεύεται από την έλευση Ιώνων αποίκων από τη Νάξο, οι οποίοι ιδρύουν την Αρκεσίνη στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Στη συνέχεια, τον 7ο αιώνα π.Χ., Ίωνες από τη Μίλητο, στο πλαίσιο των αποικιστικών δραστηριοτήτων της εποχής, ιδρύουν την Αιγιάλη, στα βόρεια της δυτικής ακτής. Οι δύο αυτές πόλεις μαζί με τη Μινώα αποτελούν το επίκεντρο της πολιτιστικής ανάπτυξης του νησιού σε όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων. Συγκροτούν την Κοινοπολιτεία της Τριπόλεως, αναπτύσσονται σε πόλεις-κράτη σύμφωνα με τα πρότυπα της πολιτικής διοίκησης της εποχής και παρουσιάζουν ακμάζουσα δραστηριότητα. Το νησί γίνεται κοινωνός όλων των εξελίξεων της εποχής και συμμετέχει σε όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, εκμεταλλευόμενο την καθοριστική γεωγραφική του θέση ανάμεσα στον ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Παίρνει μέρος στους Περσικούς πολέμους και κατόπιν εντάσσεται στην Αθηναϊκή Συμμαχία, παραχωρώντας στην Αθήνα μέρος της αυτονομίας του. Το 337 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Μακεδόνες, ενώ το 322 π.Χ. διεξάγεται η ναυμαχία της Αμοργού μεταξύ των μακεδονικών στρατευμάτων και των στρατηγών της Αθήνας, οι οποίοι τελικά συντρίβονται. Η επιλογή της Αμοργού αποδεικνύει τη στρατηγική θέση της για την κυριαρχία στην υπόλοιπη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο το νησί βρίσκεται σε παρακμή και χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας. Ας προστεθεί εδώ ότι το νησί κατά την Αρχαιότητα αποτελούσε κέντρο παραγωγής γυναικείων χιτώνων από νήμα λινοκαλάμης, που καλλιεργούνταν στο νησί και αποκαλούνταν «Άμοργος».
Για τα Βυζαντινά χρόνια δεν έχουμε πολλές πληροφορίες, εκτός από το ότι το νησί ανήκε στο «Θέμα του Αιγαίου». Η μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, επιβλητική και χτισμένη στην απόκρημνη πλαγιά του όρους Προφήτης Ηλίας τον 11ο αιώνα, αποτελεί το πιο σημαντικό μνημείο αυτής της περιόδου. Η επόμενη περίοδος θεωρείται αρκετά ταραγμένη, καθώς η Αμοργός αποτελεί επίκεντρο μακροχρόνιων και διαδοχικών πειρατικών δραστηριοτήτων, με συνέπεια την ερήμωση των παράκτιων οικισμών και τη μεταφορά του πληθυσμού σε οικισμούς-φρούρια του εσωτερικού. Το 1309 προσχωρεί στο λατινικό δουκάτο του Αιγαίου και έτσι εγκαινιάζεται μία νέα περίοδος διεκδικήσεων μεταξύ των Βενετών ευγενών αρχικά, και μεταξύ Καταλανών και Οθωμανών στη συνέχεια, ως το 1537, οπότε ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα καταλαμβάνει το νησί. Η οθωμανική κατάκτηση θέτει τέλος στη μακρά περίοδο αστάθειας. Xάρη στα οικονομικά και πολιτικά προνόμια που παραχωρήθηκαν από το σουλτάνο η Αμοργός μετατρέπεται σε αναπτυγμένο λιμάνι του αιγαιακού χώρου. Συμμετέχει ενεργά στην Επανάσταση του 1821 με τη ναυτική της δύναμη, ενώ μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Καποδίστρια, στο πλαίσιο του προγράμματος οργάνωσης και αναβάθμισης της παιδείας, στο νησί ιδρύεται αλληλοδιδακτικό σχολείο. Κατά το 19ο αιώνα η μετανάστευση πολλών κατοίκων της Αμοργού στην Αθήνα, όπου συμβάλλουν στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας, έχει αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του νησιού. Έτσι, επί δικτατορίας Μεταξά (δεκαετία 1930) το νησί αποτελεί ιδανικό τόπο εξορίας. Στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα, η Αμοργός εντάσσεται αρχικά (1941) στην ιταλική διοίκηση, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (1943) το νησί γνωρίζει τη γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή του το 1944.

ΠΗΓΗ: Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού – Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL: http://www2.egeonet.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=6838

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Δονούσα είναι το βορειοανατολικότερο νησί του συμπλέγματος των Νησιών της Αμοργού (Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες), το οποίο απλώνεται στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό και περιλαμβάνει, εκτός από τη Δονούσα, τα Κουφονήσια, τη Σχοινούσα, την Ηρακλειά και την Κέρο. Βρίσκεται 9 μίλια ανατολικά της Νάξου και 14 μίλια βόρεια της Αμοργού, έχει έκταση 13 τ.χλμ. και οι μόνιμοι κάτοικοί του φθάνουν τους 160. Το έδαφος είναι ημιορεινό, με υψηλότερη κορυφή το όρος Πάπος (383 μ.) περίπου στο κέντρο του νησιού. Η Δονούσα διαθέτει ελάχιστες πεδινές εκτάσεις και θαμνώδη βλάστηση, κατάλληλη για κτηνοτροφία. Σε πολλά σημεία του υπεδάφους της έχουν εντοπιστεί πηγές ψευδαργύρου. Οι ακτές της είναι αρκετά διαμελισμένες, δημιουργώντας μακρόστενα απόκρημνα ακρωτήρια και αλλεπάλληλους ορμίσκους.

2. Ιστορία

Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης του νησιού ανήκουν στην Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.), όπως αποδεικνύουν οι δύο οικισμοί στις θέσεις Αχτιά των Αγριλιών και Μύτη του Τραχύλα, οι οποίοι συγκροτούσαν δύο μικρές κοινότητες, που στηρίζονταν στην κτηνοτροφία και την αλιεία και ήταν ενταγμένες στον ευρύ πολιτιστικό ορίζοντα του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού. Η μεγάλη ακμή του νησιού χρονολογείται στα Γεωμετρικά χρόνια (10ος-7ος αιώνας π.Χ.) και αντικατοπτρίζεται στον οχυρωμένο οικισμό της ερημικής σήμερα θέσης Βαθύ Λιμενάρι, στα ΝΑ του νησιού, πολύ κοντά στη Μύτη του Τραχύλα, με σημαντικά ευρήματα που δείχνουν περισσότερο επιρροή από τα Δωδεκάνησα παρά από τις Κυκλάδες.
Γύρω από τον οικισμό έχει εντοπιστεί και αριθμός καύσεων και πυρών, πολύ συνηθισμένου ταφικού εθίμου την περίοδο αυτή. Για τις επόμενες περιόδους δε γνωρίζουμε πολλά στοιχεία, παρότι το νησί μετατράπηκε σε τόπο εξορίας στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα και της οθωμανικής κυριαρχίας αποτέλεσε ορμητήριο πειρατικών δραστηριοτήτων και ιδανικό βοσκότοπο και ψαρότοπο. Το 1941 το νησί εντάχθηκε αρχικά στην ιταλική διοίκηση στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, το νησί γνώρισε τη γερμανική κατοχή μέχρι την απελευθέρωσή του το 1944.

ΠΗΓΗ: Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού – Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL: http://www2.egeonet.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=6913

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Ηρακλειά (Αρακλειά, Ρακλειά, Ηρακλείτσα) είναι το δυτικότερο και νοτιότερο του συμπλέγματος των Νησιών της Αμοργού (Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες), το οποίο απλώνεται στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στη Νάξο, την Αμοργό και την Ίο και περιλαμβάνει εκτός από την Ηρακλειά, τη Σχοινούσα, τα Κουφονήσια, τη Δονούσα, την Κέρο. Η Ηρακλειά βρίσκεται νότια της Νάξου, έχει έκταση 18 τ.χλμ. και απέχει 19 μίλια από την Αμοργό και 6 μίλια από την ανατολική ακτή της Ίου. Το έδαφός της είναι ως επί το πλείστον ορεινό με ψηλότερη κορυφή το όρος Παπάς (419 μ.), οι ακτές της είναι απόκρημνες και αρκετά διαμελισμένες, δημιουργώντας πολλούς κλειστούς και προστατευμένους από τον αέρα και τα θαλάσσια ρεύματα ορμίσκους. Η χλωρίδα του νησιού ακολουθεί τα πρότυπα όλων των υπόλοιπων νησιών του συμπλέγματος και περιορίζεται σε μία ποικιλία θαμνοειδών και χαμηλής δενδρώδους βλάστησης, ενώ σε κάποια σημεία του διαθέτει σχετικά εύφορα και καλλιεργήσιμα υψίπεδα.

2. Ιστορία

Τα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία που διαθέτουμε για την Ηρακλειά είναι λίγα, αλλά μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία μιας γενικής εικόνας για την πορεία του νησιού διαμέσου των αιώνων. Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) το νησί φιλοξενεί δύο μικρούς οικισμούς, στις θέσεις Κάμπος Αγίου Αθανασίου και Άγιος Μάμας, των οποίων η επιβίωση στηριζόταν στη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία. Στον Άγιο Μάμα έχει εντοπιστεί και το νεκροταφείο του οικισμού με κιβωτιόσχημους τάφους.
Στο ακρωτήριο του Αγίου Γεωργίου, στα ΒΑ, ήρθε στην επιφάνεια και μία λεπίδα μηλιακού οψιανού, η οποία αποδεικνύει τη μικρή συμμετοχή του νησιού στην εμπορική κίνηση της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων και την πρόοδο της ναυσιπλοΐας. Στους ιστορικούς χρόνους, και ιδιαίτερα στην Ελληνιστική περίοδο (4ος-2ος αι. π.Χ.), ανήκει η οχυρή θέση Κάστρο, στο Λιβάδι. Το οχυρό διαθέτει εντυπωσιακούς ψηλούς τετράγωνους πύργους και στο εσωτερικό του διακρίνονται ίχνη πολλών και διαδοχικών περιόδων των ιστορικών χρόνων (Ελληνιστική, Ρωμαϊκή), όπως συμβαίνει με διάσπαρτα ευρήματα σε πολλά σημεία του νησιού. Όσον αφορά τους Νεότερους χρόνους και συγκεκριμένα την οθωμανική περίοδο, τα στοιχεία υποδηλώνουν πως οι κλειστοί και δυσπρόσιτοι ορμίσκοι του νησιού αποτέλεσαν ιδανικά κρησφύγετα για τους χριστιανούς πειρατές, η δραστηριότητα των οποίων καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα των κατοίκων και διαμόρφωνε τη ζωή τους. Δε διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες για τη νεότερη ιστορία του νησιού. Μετά την επανάσταση του 1821 περιήλθε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, όπως και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Το 1941, στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα, η Ηρακλειά αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, γνώρισε τη γερμανική κατοχή ως την απελευθέρωσή της, το 1944.

ΠΗΓΗ: Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού – Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL: http://www2.egeonet.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=6852

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Κέρος βρίσκεται στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό. Μαζί με τα γειτονικά νησιά Ηρακλειά, Σχοινούσα, Κουφονήσια και Δονούσα συγκροτεί το σύμπλεγμα των Νησιών της Αμοργού (Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες). Σήμερα είναι εντελώς ακατοίκητη. Το έδαφός της είναι ημιορεινό με ψηλότερη κορυφή το όρος Παπάς (432 μ.) και τους ορεινούς όγκους να καλύπτουν το κέντρο του νησιού (Πλατειά Ράχη – 315 μ., Παναγίτσα – 274 μ.), αφήνοντας κοντά στις ακτές να αναπτυχθούν πεδινά και εύφορα εδάφη. Η ακτογραμμή της είναι ελάχιστα διαμελισμένη, με αποτέλεσμα σε πολύ λίγα σημεία της, κυρίως στη νότια και στη βορειοανατολική πλευρά, να σχηματίζονται μικροί και προστατευμένοι ορμίσκοι.

2. Ιστορία

Η ιστορία της Κέρου είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη σημερινή εγκαταλελειμμένη και έρημη εικόνα. Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) η Κέρος εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του κυκλαδικού πολιτισμού. Μαζί με τον οικισμό και το νεκροταφείο της Χαλανδριανής της Σύρου καθόρισε την εξέλιξη της ώριμης φάσης του κυκλαδικού πολιτισμού, της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ (ΠΚ ΙΙ), η οποία χρονολογείται ανάμεσα στο 2800-2300 π.Χ. και είναι γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία με τον όρο «φάση Κέρου-Σύρου». Τα φημισμένα ειδώλια («Αρπιστής», «Αυλητής», «Προπίνων») και η ποικιλία των μαρμάρινων και πήλινων σκευών και αντικειμένων που προέρχονται από θέσεις του νησιού (Κάβος Δασκαλειού, Κονάκια) αποδεικνύουν την κεντρική και καθοριστική θέση της Κέρου στην επικράτηση και διάδοση των χαρακτηριστικών του κυκλαδικού πολιτισμού.
Για τις επόμενες περιόδους δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα, εκτός από το ότι το νησί μετά τους Περσικούς πολέμους εντάχθηκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία, όπως τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, με το όνομα Κέρεια. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η Κέρος, όπως και όλο το σύμπλεγμα των Ανατολικών Κυκλάδων, αποτελούσε βάση και κρησφύγετο πειρατών, με αποτέλεσμα η οικονομία και η ζωή των κατοίκων του να καθορίζεται από τις εξελίξεις της πειρατείας. Στα νεότερα χρόνια αποτελούσε ιδιοκτησία της μονής της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας της Αμοργού. Το 1952 περιήλθε στην Γεωργική Υπηρεσία, η οποία την παραχώρησε σε βοσκούς.

3. «Θησαυρός της Κέρου»

Η σημασία της Κέρου κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο αναδεικνύεται μέσω του «Θησαυρού της Κέρου». Πρόκειται για ένα σύνολο αρκετών εκατοντάδων αντικειμένων κυκλαδικής τεχνοτροπίας, το οποίο αποτελείται από ακέραια μαρμάρινα ειδώλια και εσκεμμένα θραυσμένα κομμάτια ειδωλίων, μαρμάρινα και πήλινα σκεύη, λίθινα εργαλεία και μικροαντικείμενα, που χρονολογούνται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευσή του. Το σύνολο αυτό είναι προϊόν αρχαιοκαπηλικής δραστηριότητας, το οποίο εξήχθη παράνομα από την Ελλάδα τη δεκαετία του ’50 και κοσμούσε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο. Σήμερα, μέρος του «Θησαυρού» έχει επαναπατριστεί και βρίσκεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα. Μετά τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν στην Κέρο θεωρήθηκε πιθανή προέλευση του συνόλου αυτού η θέση «Κάβος Δασκαλειού», στη δυτική ακτή του νησιού, όπου, παρά την εκτεταμένη και καταστρεπτική σύλησή του, εντοπίζεται υπαίθριος χώρος με πολυάριθμα θραυσμένα ειδώλια, μαρμάρινα σκεύη και όστρακα αγγείων, μία μεγεθυμένη δηλαδή εικόνα του «Θησαυρού της Κέρου». Η ερμηνεία της θέσης αυτής είναι δύσκολη, καθώς καταρχήν δε φαίνεται να πρόκειται για οικισμό, νεκροταφείο ή εργαστήριο, αφού τα αντικείμενα δεν είναι ημιτελή, αλλά εσκεμμένα σπασμένα. Η πλέον επικρατούσα άποψη (σύμφωνα με τον C. Renfrew) είναι ότι πρέπει να ήταν τέμενος ή τόπος εναπόθεσης θραυσμένων αντικειμένων συμβολικού χαρακτήρα, που τοποθετήθηκαν σκόπιμα στο πλαίσιο μιας τελετουργίας. Επίσης, η ανακάλυψη σπηλαίου από τον αρχαιολόγο Χρ. Ντούμα σε θέση από όπου προέρχονται πρωτοκυκλαδικά ευρήματα, οδήγησε τον ανασκαφέα στη διατύπωση της υπόθεσης ότι η Κέρος ήταν το ιερό νησί των Κυκλάδων, η «πύλη του Κάτω Κόσμου», όπου όλα τα γειτονικά νησιά τοποθετούσαν τα οστά των νεκρών τους. Η πρωτοτυπία της θέσης «Κάβος Δασκαλειού» αναδεικνύει τον κομβικό όσο και δυσερμήνευτο ρόλο της Κέρου, ενώ ο εντοπισμός Πρωτοκυκλαδικού οχυρωμένου οικισμού και νεκροταφείου στη νησίδα Δασκαλειό, που στην Αρχαιότητα ήταν ενωμένη με την ακτή, μπορεί να συμβάλει στην πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της σημασίας του νησιού.

ΠΗΓΗ: Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού – Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL: http://www2.egeonet.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=6863

Πάνω Κουφονήσι

1. Ανθρωπογεωγραφία

Το Πάνω (Άνω, Επάνω) Κουφονήσι ή απλώς Κουφονήσι ανήκει στο σύμπλεγμα των Νησιών της Αμοργού (Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες). Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Νάξου και δυτικά της Αμοργού. Είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί των Κυκλάδων, με έκταση 5,77 τ.χλμ. και πληθυσμό 366 κατοίκους. Χωρίζεται από το Κάτω Κουφονήσι με ένα στενό πορθμό πλάτους 200 μέτρων και βάθους 5,5 έως 8 μέτρων. Η απομόνωση, οι περιορισμένοι φυσικοί πόροι, το μικρό μέγεθος και η μορφολογία του εδάφους είναι μερικές από τις δυσκολίες που ανέκαθεν αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι του νησιού. Η ονομασία του, κατά το γλωσσολόγο Στ. Μάνεση, προέρχεται από τη διάβρωση των βράχων της περιοχής που σχηματίζει κουφάλες και κοιλώματα στο μαλακό πωρόλιθο. Η πρωτεύουσα του, η Χώρα, είναι χτισμένη στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, ακριβώς επάνω από το μικρό λιμάνι.

2. Ιστορία

Δε διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες για την ιστορία του νησιού αλλά σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα συμπεραίνουμε ότι το το νησί κατοικείται από τα Προϊστορικά χρόνια και ότι κατά την Αρχαιότητα γνώρισε ακμή. Η θαλάσσια περιοχή μεταξύ του Πάνω και Κάτω Κουφονησιού και της Κέρου ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα ως Κωφός λιμήν. Τα σημαντικότερα στοιχεία για την προχριστιανική ιστορία του προσφέρονται από αρχαιολογικά ευρήματα, όπως εκείνα των Πρωτοκυκλαδικών νεκροταφείων και εγκαταστάσεων της 3ης χιλιετίας π.Χ.. Ανασκαφές που έγιναν έφεραν στην επιφάνεια ευρήματα τόσο των πρώιμων φάσεων του κυκλαδικού πολιτισμού, όσο και των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών Χρόνων.
Το Πάνω Κουφονήσι γνώρισε την κυριαρχία των Ρωμαίων και στη συνέχεια εντάχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μετά την ίδρυση του δουκάτου του Αιγαίου, στις αρχές του 13ου αιώνα, τέθηκε υπό φραγκική κυριαρχία. Μαζί με τα άλλα νησιά των Κυκλάδων το 1537 κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Στην Οθωμανική περίοδο το νησί έγινε ορμητήριο και καταφύγιο πειρατών. Το Πάνω Κουφονήσι με το πρωτόκολλο της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου το 1830 εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος, όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες. Το 1941, με την κατοχή των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα, το νησί, μαζί με τα άλλα νησιά των Κυκλάδων, αρχικά υπήχθη στην ιταλική διοίκηση. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 πέρασε σε γερμανική κατοχή μέχρι την απελευθέρωσή του το 1944. Κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες παρατηρείται πληθυσμιακή σταθερότητα.

ΠΗΓΗ: Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού – Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL: http://www2.egeonet.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=6866

Κάτω Κουφονήσι

1. Ανθρωπογεωγραφία

Το Κάτω Κουφονήσι ανήκει στο σύμπλεγμα των Νησιών της Αμοργού (Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες). Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Νάξου και δυτικά της Αμοργού. Το νησί έχει έκταση 3,89 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Πρόκειται για νησί με θαμνώδη βλάστηση που κατοικούνταν από λιγοστούς γεωργούς και κτηνοτρόφους με καταγωγή ιδίως από την Αμοργό. Αυτό συνέβαινε διότι το νησί ήταν ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιώτισσας της Αμοργού, της οποίας τα κοπάδια έβοσκαν εκεί Αμοργιανοί βοσκοί που κατοικούσαν στο νησί.

2. Ιστορία

Δε διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες για την ιστορία του νησιού αλλά, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, το Κάτω Κουφονήσι κατοικήθηκε από τα Προϊστορικά χρόνια. Ανασκαφές που έγιναν έφεραν στην επιφάνεια ευρήματα των πρώιμων φάσεων του κυκλαδικού πολιτισμού, όπως Πρωτοκυκλαδικό νεκροταφείο και κτίσματα της 3ης χιλιετίας π.Χ., καθώς και κατάλοιπα των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Αξιοθέατο του νησιού αποτελεί το εκκλησάκι της Παναγίας που είναι χτισμένο στο μώλο, πάνω σε αρχαία ερείπια. Αυτό το μικρό νησί είχε την ίδια ιστορική πορεία με το Πάνω Κουφονήσι και εντάχθηκε κατά σειρά στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στις αρχές του 13ου αιώνα γνώρισε τη φραγκική κυριαρχία και αργότερα το 1537 καταλήφθηκε μαζί με άλλα νησιά των Κυκλάδων από το στόλο των Οθωμανών. Σε αυτή την περίοδο αποτέλεσε καταφύγιο και ορμητήριο πειρατών. Το 1830 εντάχθηκε στο νέο ελληνικό κράτος, όπως και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Το 1941, το Κάτω Κουφονήσι μαζί με άλλα νησιά των Κυκλάδων αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στο πλαίσιο της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, το νησί γνώρισε τη γερμανική κατοχή μέχρι την απελευθέρωσή του το 1944. Οι περιορισμένοι φυσικοί πόροι του νησιού και η γεωγραφική του απομόνωση ανάγκασαν τους κατοίκους να το εγκαταλείψουν και να κατευθυνθούν προς τα γειτονικά νησιά και τα αστικά κέντρα. Συνεπώς παρατηρήθηκε μείωση του πληθυσμού από τη δεκαετία του 1950, έτσι ώστε κατά τη δεκαετία του 1990 να χαρακτηρίζεται ακατοίκητο.

ΠΗΓΗ: Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού – Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL: http://www2.egeonet.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=6867

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Σχοινούσα ανήκει στο σύμπλεγμα των Νησιών της Αμοργού (Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες) και βρίσκεται στα νότια της Νάξου και βορειoανατολικά της Ηρακλειάς. Το νησί είναι λοφώδες με πολλούς ορμίσκους (Τσιγγούρι, Λειβάδι, Ψιλή Άμμος κ.ά.). Ψηλότερη κορυφή του είναι ο Μύλος με υψόμετρο 133 μ. Έχει έκταση 8,14 τ.χλμ. και ο πληθυσμός του ανέρχεται στα 206 άτομα. Οι κάτοικοι του νησιού είναι κυρίως γεωργοί. Ο πληθυσμός του νησιού είναι κατανεμημένος σε τρεις οικισμούς, την Παναγία ή Χώρα, τη Μεσαριά και τη Μερσίνη ή Μερσινιά. Όσον αφορά την ονομασία του νησιού, σύμφωνα με την παράδοση, προέρχεται από το φυτό σκίνο, που ευδοκιμεί σε όλο το νησί. Όμως άλλη εκδοχή της ονομασίας τη συνδέει με το βενετό άρχοντα Σχινόζα.
Ο Ι. Ραγκαβής αναφέρει για το θέμα της ονομασίας του νησιού: «Νησίς έρημη κατά μεσημβρίαν της Νάξου, αναφερόμενη υπό του Πλινίου, διατήρησεν αύτη το αρχαίον όνομα όπερ έλαβεν από των πολλών εν αυτή σχίνων». Αλλά συναντάμε και το νησί με τις ονομασίες Εχινούσα και Πανιδιά.

2. Ιστορία

Δε διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες για την ιστορία της Σχοινούσας. Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για το νησί, που προέρχονται από αναφορές των διοικητικών και εκκλησιαστικών παραγόντων γειτονικών νησιών, όπως της Νάξου και της Αμοργού. Παρόλα αυτά, γνωρίζουμε ότι το νησί κατοικούνταν από τα αρχαία χρόνια και σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Σχοινούσα είχε συμμετοχή στη δημιουργία του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού με κέντρο τη γειτονική νήσο Κέρο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στο χερσαίο και θαλάσσιο χώρο του νησιού, όπως αγαλματίδια, μαρμάρινοι κίονες, κεραμικά και αρχαία ερείπια στη Μεσαριά, μαρτυρούν την ύπαρξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων στο νησί από αρχαιοτάτων χρόνων.
Αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιοχή γύρω από την ερειπωμένη εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στη θέση Τσιγκούρι. Στην ίδια περιοχή, κάτω από το μεσαιωνικό χωριό, διακρίνονται αρχιτεκτονικά λείψανα Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου. Επιπλέον, στις θέσεις Τσιγκούρι, Άγιος Βασίλειος και Προφήτης Hλίας, έχουν βρεθεί λείψανα παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Από την εποχή της Ενετοκρατίας στη νοτιοδυτική πλευρά σώζονται ο μεσαιωνικός πύργος και άλλα ερείπια. Κατά τη Βυζαντινή εποχή, με βάση τα άφθονα βυζαντινά κεραμικά ευρήματα, η Σχοινούσα γνώρισε σημαντική εμπορική δραστηριότητα. Από τα τέλη του 11ου αιώνα ανήκε στο μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό. Αργότερα εντάχθηκε στο Δουκάτο του Αιγαίου με ηγεμόνα το Μάρκο Σανούδο. Το 1537, μετά την κατάληψη της Νάξου από το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, το νησί υπάγεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε διάφορες χρονικές περιόδους εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του, λόγω των συχνών πειρατικών επιδρομών. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτουμε το νησί ήταν εγκαταλελειμμένο για μεγάλο διάστημα κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου και άρχισε να κατοικείται περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πια είχε ήδη ενταχθεί στο ελληνικό κράτος το 1830. Οι νέοι κάτοικοι της Σχοινούσας, που την κατοίκησαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν κυρίως Αμοργιανοί και ασχολήθηκαν με καλλιέργειες και την εκτροφή ζώων. Στον 20ο αιώνα ωστόσο αρκετοί εγκατέλειψαν το νησί και εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Από το 1941 έως το 1944 η Σχοινούσα ακολούθησε τη μοίρα των Κυκλάδων, περνώντας στην ιταλική κατοχή (1941-1943) και στη συνέχεια στη γερμανική, μέχρι την απελευθέρωσή της το 1944. Τα μεταπολεμικά χρόνια, η απομόνωση, οι οικονομικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανάγκες ανάγκασαν ξανά μεγάλο μέρος του πληθυσμού της να μεταναστεύσει. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες ο πληθυσμός του νησιού παρουσιάζει αυξητική τάση.

ΠΗΓΗ: Ίδρυμα Μείζωνος Ελληνισμού – Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL: http://www2.egeonet.gr/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=6902

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ ΚΑΙ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ

1. Αναφορές Περιηγητών του 19ου Αιώνα

Οι πρώτες διαθέσιμες αναφορές σχετικά με τη μουσική και τη μουσική ζωή στην Αμοργό προέρχονται από μαρτυρίες περιηγητών του 19ου Αιώνα.

Ο Γάλλος αρχαιολόγος και συγγραφέας Charles Pierre Gaston Napoléon Deschamps (1861-1931) διορίστηκε ως μέλος του Γαλλικού σχολείου Αθηνών το 1885. Πραγματοποίησε αρχαιολογικές έρευνες στην Αμοργό, τη Χίο και τη Μικρά Ασία και σε αναφορά του το 1888 σημειώνει τα εξής: «…Ομολογώ πως από τους ανθρώπους της Αμοργού εκείνους που αγαπούσα περισσότερο ήταν οι σκεφτικοί γέροι καπετάνιοι, που φορούν ακόμα τον ψηλό σκούφο και καπνίζουν ήσυχα το τσιγάρο τους καθισμένοι στην πρύμνη, πλάι στο δοιάκι… Υπήρχε ένας που αγαπούσα ιδιαίτερα: ο καπετάν Μάρκος. Πόση καλοσύνη, γλυκύτητα και εγκαρτέρηση έδειχνε το πρόσωπό του… Ο καπετάν Μάρκος είχε μια μικρή λύρα. Έπαιζε μελωδίες παράξενα λυπητερές και πρωτόγνωρες, σκοπούς μελαγχολικούς, άγνωστης προέλευσης, που είχε μάθει από τους φίλους του της Αστυπάλαιας, της Κω και του Μπουντρούμ, όταν το καράβι του έδενε εκεί. Μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στην λύρα του, την οποία φύλαγε προσεκτικά σε έναν πάνινο σάκο μόλις σταματούσε να παίζει, και στην γολέτα του που την έπλενε και την μερεμέτιζε συνεχώς…»

O James Theodore Bent (1852-1897) ήταν Άγγλος αρχαιολόγος και συγγραφέας, ευρύτερα γνωστός για τις εθνογραφικού χαρακτήρα μελέτες του. Από το 1883 ως το 1888 επικέντρωσε την έρευνά του στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μικρά Ασία. Κατά τη διάρκεια των ετών 1882-1884 ταξίδεψε σε νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης της Αμοργού, και τα αποτελέσματα της ερευνητικής του δραστηριότητας αποτυπώθηκαν στο βιβλίο του The Cyclades; or, Life among the Insular Greeks (1885) καθώς και σε άρθρα του στο Journal of Hellenic Studies.
Για το πασχαλιάτικο πανηγύρι του 1884 στην Χώρα της Αμοργού, γράφει τα εξής:
«… Κατέφθασαν και οι μουσικοί. Οι θέσεις τους ήταν κάτω από έναν κυματιστό πλάτανο στην μέση της πλατείας. Ήταν τρεις. Ο ένας είχε λαούτο, ο δεύτερος λύρα και ο τρίτος φλογέρα (στο αγγλικό κείμενο γράφει: φλάουτο). Αποτελούσαν ζωηρή και αξιαγάπητη ομάδα και πολλές φορές έπαιζαν με αυτοσχεδιασμούς. Σε έναν από αυτούς τους αυτοσχεδιασμούς ο δήμαρχος που καθόταν δίπλα μου και επαναλάμβανε τα λόγια, μου είπε ότι ήταν για να παρακινήσει όσους δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι για να χορέψουν. Εξέφρασα την έκπληξή μου και ίσως την δυσπιστία μου. Τότε ο δήμαρχος πήγε στους μουσικούς και προφανώς τους είπε να τραγουδήσουν αυτοσχέδια κάτι για μένα. Αμέσως ενώ σκιτσάριζα έναν από τους χορευτές, νομίζοντας ότι περνούσα απαρατήρητος, σκαρώθηκε ένα δίστιχο από τους μουσικούς για μένα, που μου προκάλεσε μεγάλη αμηχανία κι έκανε όλους να γελάσουν. Το εξής:
Η φορεσιά της Αμοργού θαυμάζεται πάρα πολύ
γι’ αυτό και ο Άγγλος που κάθεται εκεί της έκανε ένα σκίτσο.
Έτσι λοιπόν πείστηκα απόλυτα για την ικανότητα των Αμοργιανών μουσικών να αυτοσχεδιάζουν στιχουργικά… Με καθυστέρηση μισής ώρας έφθασε ο πρωτόπαπας και κατέλαβε την τιμητική του θέση που ήταν μια πέτρινη πολυθρόνα στο ίδιο πεζούλι που καθόμασταν κι εμείς. Αυτό ήταν και το σήμα για τους μουσικούς να αρχίσουν το γλέντι. Η λατρεία των εικόνων, που κράτησε μια βδομάδα, είχε τελειώσει και οι Αμοργιανοί ήταν τώρα έτοιμοι να χαρούν… Ο καθένας μας ξέρει τις ομορφιές τού ελληνικού συρτού. Οι χορευτές, σε συνεχή κύματα γύρω από τον πλάτανο της πλατείας του χωριού, χορεύουν πότε γρήγορα και πότε αργά, την μια φορά σε τριπλή γραμμή και την άλλη σε μία σειρά, έχοντας μπροστά τον πρωτοχορευτή να πηδά και να στριφογυρίζει. Έτσι με χορό και τραγούδια έκλεισε ο εορτασμός της εβδομάδας του Πάσχα…»Για την επίσκεψή του στο χωριό Βρούτση της Αμργού ο James Bent αναφέρει τα εξής:
«…Το Βρούτση αποτελείται από καμιά δεκαπενταριά σπίτια, χτισμένα πάνω σ’ ένα βράχο. Στο μέσο του οικισμού διακρίναμε μερικές από εκείνες τις σημειολογικές γραφές σε μισοφοινικικά – μισοελληνικά γράμματα. Παρόμοιες επιγραφές είχαμε δει επιστρέφοντας από την Αιγιάλη. Αυτές οι αρχαΐζουσες γραφές είναι σπάνιες στα νησιά. Υπάρχει η εξής Αμοργιανή παροιμία που αναφέρεται στην φιλοξενία που προσφέρουν οι κάτοικοι στο Βρούτση: Όποιος πηγαίνει στο Βρούτση και δεν μεθάει είναι σαν να πηγαίνει στον Πανάγιο Τάφο και να μην προσκυνάει. Αυτή η φιλοξενία δεν είναι κενή καυχησιολογία, διότι μόλις μπήκαμε στο σπίτι ενός φίλου του παπά Δημήτρη, άρχισαν να έρχονται οι γείτονες φέρνοντας φαγώσιμα. Ένας με αυγά, άλλος με κρασί, ένας τρίτος με ψωμί. Στο τέλος ήρθε και ο οικοδεσπότης, κρατώντας ένα γουρουνόπουλο που το έσφαξε, το έγδαρε και το έψησε μπροστά στα μάτια μας… Μετά το φαγητό ακολούθησε μουσική, τραγούδι και χορός στο σκοπό μιας πανάρχαιας λύρας. Φεύγοντας την επόμενη μέρα, ο οικοδεσπότης μας δεν ήθελε να πάρει ούτε μία δραχμή για όλη αυτή την φιλοξενία…»

2. Οργανικοί Σκοποί που παίζονται στην Αμοργό και τα Νησιά της

Οι κύριοι οργανικοί σκοποί που παίζονται στην Αμοργό και τα Νησιά της είναι οι ακόλουθοι:

Αποκριανός Αιγιάλης: τοπικός οργανικός σκοπός/τραγούδι. Στο παρελθόν δεν χορευόταν.

Αποκριάτικος Χώρας: τοπικός οργανικός σκοπός/τραγούδι. Στο παρελθόν δεν χορευόταν.

Αρακλειανός: τοπικός οργανικός σκοπός με έντονες τις επιδράσεις της Κρητικής μουσικής παράδοσης.

Αραπίνα: οργανικός σκοπός προερχόμενος από τη μελωδία του τραγουδιού «Γιαχαμπίμπι» (1946) του συνθέτη και στιχουργού Γιάννη Παπαιωάννου (1913-1972). Το τραγούδι έγινε γνωστό όταν δισκογραφήθηκε από τους Στελλάκη Περπινιάδη και Οδυσσέα Μοσχονά. Η «Αραπίνα» απαντάται μόνο στην Αμοργό και χορεύεται μόνο από γυναίκες. Ο θρύλος αναφέρει ότι παλαιότερα χορευόταν από τις γυναίκες των ναυτικών όταν συναντιούνταν κοινωνικά κατά τη διάρκεια της  απουσίας των συζύγων τους.

Θερμιώτικος: οργανικός σκοπός/τραγούδι προερχόμενος από την Κύθνο  – που ονομάζεται επίσης «Θερμιά» εξαιτίας των θερμών ιαματικών πηγών της.

Καροτσέρης: Οργανικός σκοπός προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη. Δεν παίζεται πλέον, αλλά στο παρελθόν παιζόταν και χορευόταν σε όλη την Αμοργό.

Κίτσος: οργανικός σκοπός προερχόμενος από το κλέφτικο καθιστικό τραγούδι «Του Κίτσου η Μάνα Κάθονταν» από τη μουσική παράδοση της Στερεάς Ελλάδας. Το τραγούδι πέρασε στη μουσική παράδοση της Πελοπονήσου καθώς και ορισμένων νησιών του Αγαίου (Νάξος, Κέα, Κάλυμνος, Λέσβος) όπου τραγουδιέται και χορεύεται ως συρτός. Είναι άγνωστο πότε και με ποιόν τρόπο ο σκοπός του τραγουδιού πέρασε στη μουσική παράδοση της Αμοργού και μετεξελίχθηκε σε αποκλειστικά οργανικό σκοπό που χορεύεται μόνο από άνδρες. Ο «Κίτσος», παρότι παίζεται και χορεύεται σε όλη την Αμοργό, δεν απαντάται στα νησιά της Αμοργού. Παλαιότερα ο «Κίτσος» ήταν ο οργανικός σκοπός που παιζόταν πρώτος στη σειρά των σκοπών που επιτελούνταν κατά τη διάρκεια των μουσικών εκδηλώσεων του νησιού.

Μαντινάδα Αιγιάλης (Γιαλίτισα): Τοπικός οργανικός σκοπός/τραγούδι. Στο παρελθόν δεν χορευόταν.

Μαντινάδα Ηρακλειάς: Παλαιός τοπικός οργανικός σκοπός/τραγούδι της Ηρακλειάς που δεν παίζεται πλέον.

Μαντινάδα Καταπόλων (Καταπολιανή): Τοπικός οργανικός σκοπός/τραγούδι. Στο παρελθόν δεν χορευόταν.

Μηχανικός: Οργανικός σκοπός προερχόμενος από την Κάλυμνο όπου αποτελεί το δημοφιλέστερο σκοπό/χορό αυτού του νησιού και χορεύεται μόνο από άνδρες.

Μπάλος: Οργανικός σκοπός/τραγούδι που απαντάται σε πολλά νησιά του Αιγαίου.

Νι Κε Ντρε: Αποκριάτικος οργανικός σκοπός άγνωστης προέλευσης που χορεύεται μόνο από άνδρες. Στο παρελθόν χορευόταν μόνο στην περιοχή της Αιγιάλης.

Πολίτικος: Οργανικός σκοπός προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη. Παίζεται και χορεύεται σε όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου.

Ποταμός: Οργανικός σκοπός/τραγούδι που απαντάται σε πολλά νησιά του Αιγαίου.

Σηλυβριανός: Οργανικός σκοπός προερχόμενος από την περιοχή της Προποντίδας στη Σηλυβρία. Στο παρελθόν ήταν ο κυριότερος σκοπός/χορός της γαμήλιας τελετής στην περιοχή αυτή.

Σκοπός της Λύρας: Τοπικός οργανικός σκοπός.

Σκοπός της Νύφης (Νυφιάτικος): Οργανικός σκοπός που απαντάται σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Παίζεται κατά την πορεία της νύφης από το σπίτι της προς την εκκλησία.

Σκοπός του Γαμπρού: Δεν αποτελεί αυτόνομο οργανικό σκοπό αλλά μέρος του «Σκοπού της Νύφης» το οποίο δεν παίζεται πια.

Σούστα Αμοργού: Τοπικός οργανικός σκοπός. Χορεύεται με ιδιαίτερο τρόπο, διαφορετικά από όλα τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων.

Συριανός: Οργανικός σκοπός/τραγούδι που απαντάται σε πολλά νησιά των Κυκλάδων.

Τσαμπούνα: Οργανικός σκοπός που απαντάται σε πολλά νησιά των Κυκλάδων.

Υδραίικος: Παλαιός τοπικός οργανικός σκοπός που δεν παίζεται πλέον.

3. Χώροι Μουσικής Επιτέλεσης

Με βάση τις συγκλίνουσες μαρτυρίες πληροφορητών από την Αμοργό και τα Νησιά της, οι ιδιωτικοί χώροι πραγματοποίησης μουσικών εκδηλώσεων και εν γένει μουσικής επιτέλεσης ήταν οι εξής:
ΑΜΟΡΓΟΣ
Θολάρια
Καφενείο «Ρακεζό» στην τοποθεσία που βρίσκεται και σήμερα το ομώνυμο μπαρ – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά
Καφενείο Μιχανέλη στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το Πνευματικό Κέντρο Θολαρίων – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά
Καφενείο/παντοπωλείο «Χορευτής» ιδιοκτησίας οικογένειας Νομικού – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά
Καφενείο «Σμυρνί» – λειτούργησε αρχικά κατά τη διάρκεια της κατοχής
Καφενείο «Κουκλί» πλησίον της τοποθεσίας που βρίσκεται σήμερα το εστιατόριο «Πανόραμα» – λειτούργησε αρχικά κατά τη διάρκεια της κατοχής
Καφενείο Πορτοκάλη με την ονομασία «Σελάδι» στην τοποθεσία Σελάδι – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Καφενείο Οικονομίδη στην τοποθεσία Σελάδι – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Καφενείο/παντοπωλείο «Καλή Καρδιά» ιδιοκτησίας οικογένειας Οικονομίδη λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Εστιατόριο «Πανόραμα» στην τοποθεσία που βρίσκεται και σήμερα το ομώνυμο εστιατόριο, ιδιοκτησίας οικογένειας Θεολογίτη – λειτούργησε αρχικά στις αρχές της δεκαετίας του 1970

Λαγκάδα
Καφενείο Πορτοκάλη
Καφενείο ιδιοκτησίας Νικολάου Βασάλου στην τοποθεσία που σήμερα βρίσκεται το εστιατόριο Βασάλου – λειτούργησε αρχικά κατά τη δεκαετία του 1950

Χώρα
Καφενείο «Φωτοδότης» ιδιοκτησίας οικογένειας Γαβρά –λειτούργησε αρχικά προπολεμικά και είναι ακόμα εν λειτουργία
Καφενείο «Καστάνη» στην τοποθεσία που σήμερα βρίσκεται το ομώνυμο εστιατόριο – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά
Καφενείο «Μαλασπίνου» ιδιοκτησίας Γεωργίου Πλατή – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Καφενείο «Πάρβας» ιδιοκτησίας Δημητρίου Γιαννακού λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά και είναι ακόμα εν λειτουργία
Καφενείο στην τοποθεσία πλατεία Λόζας – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Καφενείο «Κρίκελος» ιδιοκτησίας Λεωνίδα Θεολογίτη στην τοποθεσία Πάνω Λόζα – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Εστιατόριο «Τσαμπούκος» ιδιοκτησίας Γρηγόρη, Σωτήρη και Θανάση Σπαρή, στην τοποθεσία πλησίον της μικρής πλατείας που βρίσκεται σήμερα το ταχυδρομείο της Χώρας – λειτούργησε αρχικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980

ΔΟΝΟΥΣΑ
Καφενείο του «Δάσκαλου» ή του «Μιχαλάκη», ιδιοκτησίας Μιχαήλ Μαρκουλή, παππού του πληροφορητή Δημήτρη Κωβαίου – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά και έκλεισε στις αρχές της δεκαετίας του 1970
Καφενείο/παντοπωλείο Μιχαήλ Πράσινου – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά και έκλεισε στις αρχές της δεκαετίας του 1970
Καφενείο Γεωργίου Σκοπελίτη – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά και έκλεισε στις αρχές της δεκαετίας του 1970
Καφενείο/παντοπωλείο Αντωνίου Σιγάλα – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά και έκλεισε στις αρχές της δεκαετίας του 1970
Καφενείο Αντωνίου Μαρκουλή – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά και είναι ακόμα εν λειτουργία

ΗΡΑΚΛΕΙΑ
Καφενείο Ιωάννη Κωβαίου στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το Οινοπαντοπωλείο «Μέλισσα» – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά
Καφενείο Πέτρου Στεφανίδη στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το σπίτι του πληροφορητή Ευάγγελου Γαβαλά – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Καφενείο «Δροσιά» στον οικισμό Παναγιά – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Καφενείο του Φάνη στον οικισμό Παναγιά – λειτούργησε αρχικά στη δεκαετία του 1980

ΚΟΥΦΟΝΗΣΙ
Καφενείο Μιχαήλ Ψαρού – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της πληροφορήτριας Γεωργίας Κωβαίου ήταν από τα παλαιότερα καφενεία του νησιού.
Καφενείο/ ταβέρνα του «Μήτσου», ιδιοκτησίας Δημητρίου Σκοπελίτη (σήμερα λέγεται «Μικρές Κυκλάδες») – λειτούργησε αρχικά κατά τη δεκαετία του 1960
Ταβέρνα του «Μπάρμπα-Γιάννη»
Ταβέρνα στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το φαρμακείο στη Χώρα
Ταβέρνα «Ρουμελιώτη» στην τοποθεσία πλησίον του σημείου που βρίσκεται σήμερα το μπαρ «Σχολείο» – λειτούργησε αρχικά προπολεμικά
Ταβέρνα στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το μπαρ «Κουφοχωριό»
Ταβέρνα Ηλία Σκοπελίτη στην τοποθεσία που βρίσκεται σήμερα το κατάστημα «Ποδηλατάδικο» – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Ταβέρνα/παντοπωλείο «Μέλισσα» – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Καφενείο «Μέλισσα», ιδιοκτησίας Αντωνίου Μαύρου – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Καφενείο του «Δράκου» – λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά
Ταβέρνα «Βασιλαρουσοφιά», ιδιοκτησίας Βασιλείου και Σοφίας Γαλάνη, στην τοποθεσία απέναντι από το σημείο που βρίσκεται σήμερα το σούπερ μάρκετ, στη δεξιά πλευρά του κεντρικού δρόμου στη Χώρα

ΣΧΟΙΝΟΥΣΑ
Καφενείο «Κέντρο», ιδιοκτησίας Γιώργου Στεφάνου – λειτούργησε αρχικά κατά τη διάρκεια της κατοχής και μεταπολεμικά
Καφενείο «Χαρά», ιδιοκτησίας Νικολάου Νομικού – λειτούργησε αρχικά κατά τη διάρκεια της κατοχής και μεταπολεμικά
Εστιατόριο «Κυρά Ποθητή», ιδιοκτησίας του πληροφορητή Γεωργίου Κωβαίου. Σύμφωνα με τον ίδιο ήταν το πρώτο εστιατόριο της Σχοινούσας και λειτούργησε αρχικά μεταπολεμικά

4. Δραστηριότητες που περιλαμβάνουν Μουσική Επιτέλεση

Οι κοινοτικές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν μουσική επιτέλεση στην Αμοργό και τα νησιά της ανήκουν σε τρεις κατηγορίες: α) θρησκευτικές εορτές, β) εορτασμούς τοπικών εθίμων, γ) πανηγύρια (κάποια από αυτά συμπίπτουν με τους εορτασμούς των δυο προηγούμενων κατηγοριών). Εκτός αυτών, μουσική επιτέλεση πραγματοποιείται και κατά τη διάρκεια ιδιωτικών τελετών (γάμοι, βαφτίσια, ονομαστικές εορτές) οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις συμπεριλαμβάνουν το σύνολο των κοινοτήτων στις οποίες λαμβάνουν χώρα.
Σε ό,τι αφορά τις κοινοτικές δραστηριότητες, μουσική επιτέλεση παρατηρείται στις εξής εκδηλώσεις / εορτασμούς:

ΑΜΟΡΓΟΣ
Κυριακή της Τυρινής: Αναβίωση του Εθίμου του Καπετάνιου στη Λαγκάδα και στα Θολάρια
1 Ιουλίου: Εορτασμός των Αγίων Αναργύρων στα Θολάρια
25 Ιουλίου: Εορτασμός της Αγ. Παρασκευής στην Κάτω Μεριά
26 Ιουλίου: Γιορτή της «Ψημένης Ρακής» στα Κατάπολα
6 Αυγούστου: Εορτασμός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στη Χώρα
15 Αυγούστου: Εορτασμός της Παναγίας της Επανοχωριανής στη Λαγκάδα και της Παναγίας της Καταπολιανής στα Κατάπολα
21 Αυγούστου: Γιορτή του «Παστελιού» στη Χώρα
3 Σεπτεμβρίου: Γιορτή του «Ξεροτήγανου» στην Αιγιάλη
14 Σεπτεμβρίου: Εορτασμός του Τιμίου Σταυρού στον Κρίκελλο

ΔΟΝΟΥΣΑ
15 Αυγούστου: Εορτασμός της Παναγίας στο Σταυρό
13 Σεπτεμβρίου: Εορτασμός του Τιμίου Σταυρού στο Σταυρό
17 Σεπτεμβρίου: Εορτασμός της Αγίας Σοφίας στο Μερσίνη

ΗΡΑΚΛΕΙΑ
23 Απριλίου ή τη Δευτέρα μετά το Πάσχα: Εορτασμός Αγίου Γεωργίου, στον ομώνυμο οικισμό
15 Αυγούστου: Εορτασμός της Παναγίας στον οικισμό Παναγιά
28 Αυγούστου: Εορτασμός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο σπήλαιο του Αϊ – Γιάννη
8 Νοεμβρίου: Εορτασμός των Ταξιαρχών, στην ιδιωτική εκκλησία των Ταξιαρχών
9 Νοεμβρίου: Εορτασμός του Αγίου Νεκταρίου στον οικισμό της Παναγιάς

ΚΟΥΦΟΝΗΣΙΑ
Εορτασμός του Αγίου Γεωργίου (κινητή εορτή)
Τελευταίο Σάββατο του Ιουνίου: Γιορτή του Ψαρά
20 Ιουλίου: Εορτασμός του Προφήτη Ηλία
15 Αυγούστου: Εορτασμός της Παναγίας

ΣΧΟΙΝΟΥΣΑ
25 Μαρτίου: Εορτασμός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Μεσαριά
Εορτασμός της Παναγίας της Ακαθής, στο τέλος της πέμπτης εβδομάδας της Σαρακοστής, μία εβδομάδα πριν την Κυριακή των Βαΐων – δυο εβδομάδες δηλαδή πριν την Κυριακή του Πάσχα.
15 Αυγούστου: Εορτασμός της Παναγίας στη Χώρα
6 Δεκεμβρίου: Εορτασμός του Αγίου Νικολάου στο ξωκλήσι του Φάρου

5. Η Μουσική Ταυτότητα του Αιγαίου

Πηγή: ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΣΑ
Original URL:https://astypalaia.wordpress.com/2009/10/05/η-μουσικη-ταυτοτητα-του-αιγαιου/

Το ζήτημα της μουσικής ταυτότητας του Αιγαίου
Η θάλασσα ήταν πάντοτε το στοιχείο που χώριζε αλλά και ένωνε τους κατοίκους του αρχιπελάγους του Αιγαίου. Η μουσική, λειτούργησε επίσης άλλοτε ως παράγων διαφοροποίησης και άλλοτε ως συνδετική ύλη των τοπικών κοινοτήτων του Αιγαίου, όντας ένα δυναμικό πολιτισμικό σύμβολο που έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έρθουν πλησιέστερα και να ανταλλάξουν εμπειρίες και νοήματα, αλλά και να περιχαρακωθούν στην ιδιαιτερότητά τους. Έτσι, στη μουσική του Αιγαίου, συναντάμε πλούσιες υπερτοπικές οσμώσεις, αλλά και έντονο τοπικιστικό χαρακτήρα. Τα μουσικά στοιχεία κινούνταν σε δίκτυα που κάλυπταν μέρος ή το σύνολο του γεωγραφικού χώρου του Αιγαίου, ή και τον υπερέβαιναν ακόμη, αλλά η κάθε τοπική κοινωνία διαμόρφωνε και ένα δικό της ρεπερτόριο, ένα δικό της τρόπο επιτέλεσης, ένα δικό της χαρακτηριστικό ύφος στην ερμηνεία, αλλά και την κοινωνική λειτουργία της μουσικής της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορούμε να πούμε ότι διαμορφώθηκε ποτέ στο χώρο του Αιγαίου μια ενιαία μουσική συνείδηση, μια αίσθηση κοινής μουσικής ταυτότητας που θα ένωνε αυτές τις τοπικές μουσικές εκφράσεις σε ενιαίο σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να αναζητήσει εκ των υστέρων τα κοινά χαρακτηριστικά της μουσικής του Αιγαίου, είτε στο επίπεδο της μουσικής μορφολογίας, της ποιητικής, της οργανολογίας και της επιτέλεσης, είτε στο επίπεδο της κοινωνικής χρήσης και των πολιτισμικών αναφορών της μουσικής.
Το σημαντικότερο ίσως κοινό χαρακτηριστικό των τοπικών μουσικών εκφράσεων της παραδοσιακής μουσικής του Αιγαίου είναι ότι αποτελούν κατ’ αρχάς συλλογικά δημιούργηματα του προφορικού πολιτισμού των κατοίκων των νησιών και των παραλίων του αιγαιακού χώρου. Τα τραγούδια δηλαδή και οι σκοποί, χορευτικοί και μη, που επιτελούνταν σε καθημερινές και εορταστικές εκδηλώσεις, δημιουργήθηκαν και συνέχισαν να αναδημιουργούνται χωρίς διακοπή από τα μέλη των τοπικών κοινωνιών, μέσα στo πλαίσιo ενός κατά βάση προφορικού πολιτισμού. […].

Παράγοντες διαμόρφωσης της μουσικής του Αιγαίου
Η παραδοσιακή μουσική του Αιγαίου έχει διαμορφωθεί μέσα από σύνθετες διαδικασίες διαπολιτισμικών επιδράσεων και ιστορικών επιρροών, κατά τη διάρκεια αιώνων. Μάλιστα, αυτοί οι πολιτισμικοί και ιστορικοί προσδιοριστικοί όροι αφορούν περιοχές, δομές και διαδικασίες που υπερβαίνουν κατά πολύ το στενό γεωγραφικό χώρο του Αιγαίου. Έτσι, για παράδειγμα, η στιχουργική δομή των τραγουδιών, με την ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται στην ομοιοκαταληξία, αλλά και η κυριαρχία του βιολιού ως βασικού μελωδικού οργάνου, αποτελούν δυτικοευρωπαϊκές επιδράσεις. Η μείξη των ιδιαίτερων τοπικών μουσικών εκφράσεων με αστικά μουσικά στοιχεία σχετίζεται άμεσα με την ένταξη του αιγαιακού χώρου σε διαρκώς διευρυνόμενα κοινωνικοοικονομικά και γεωπολιτικά δίκτυα. Επιπλέον, γεωγραφικοί και ιστορικοί όροι διαμόρφωσαν, κατά εποχές, ποικίλες τοπικές ιδιαιτερότητες και έντονες διαφοροποιήσεις στα μουσικά ιδιώματα των διαφόρων περιοχών του Αιγαίου.
Οι μελετητές της μουσικής του Αιγαίου έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη συνέχεια των μουσικών χαρακτηριστικών της περιοχής από την Αρχαιότητα ως τις μέρες μας, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τη μελέτη των πολυποίκιλων κοινωνικο-πολιτισμικών οσμώσεων που έλαβαν χώρα στην περιοχή του Αιγαίου σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και καθόρισαν, μεταξύ άλλων, και το μουσικό πολιτισμό της περιοχής. Παρόλο που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις συνάφειες των στοιχείων της νεότερης ελληνικής μουσικής στο χώρο του Αιγαίου με αρχαιοελληνικά μουσικά στοιχεία, είναι εξίσου σημαντικό να αναγνωρίζουμε και τη συμβολή των γειτονικών πολιτισμών στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας της μουσικής της περιοχής. Επιπλέον, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται στον ανοιχτό σε επιδράσεις χαρακτήρα της περιοχής και στην καθοριστική επίδραση αστικών μουσικών και κοινωνικοεκφραστικών στοιχείων στα τοπικά μουσικά ιδιώματα.

Χαρακτηριστικά της μουσικής του Αιγαίου
Γενικότερα, και παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις στη διάρκεια του χρόνου και από τόπο σε τόπο, στη μουσική του Αιγαίου μπορούμε να εντοπίσουμε ορισμένες σημαντικές ομοιότητες, που τη διαφοροποιούν από τη μουσική της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στο επίπεδο της ποιητικής των τραγουδιών, κυριαρχούν η ομοιοκαταληξία και οι αυτοσχεδιαστικές ολιγόστιχες ποιητικές μορφές, με χαρακτηριστικότερο ανάμεσά τους το δεκαπεντασύλλαβο δίστιχο, που ονομάζεται μαντινάδα στην Κρήτη, καθώς και στην Αμοργό και τα νησιά της, αλλά απαντάται και με πολλά άλλα ονόματα σε διαφορετικές περιοχές […]. Η έκταση των μελωδιών είναι σχετικά περιορισμένη και σχετίζεται με τη μικρή έκταση των παλιότερων από τα μελωδικά όργανα της περιοχής, της λύρας, της φλογέρας και του άσκαυλου. Τα όργανα που κυριαρχούν στη μουσική του Αιγαίου είναι το βιολί, το λαούτο, το σαντούρι, η λύρα, διαφόρων ειδών φλογέρες, ο άσκαυλος και το τύμπανο (που τα συναντάμε με πολλές διαφορετικές ονομασίες στις διάφορες τοπικές κοινωνίες), ενώ σπανίζει ή απουσιάζει εντελώς το κύριο μελωδικό όργανο της κυρίως Ελλάδας, το κλαρίνο. Τέλος, οι χοροί στην περιοχή του Αιγαίου είναι συνήθως δίσημοι (2/4) (συρτός, μπάλος, σούστα) και εννεάσημοι (9/4 και 9/8) (ζεϊμπέκικα και καρσιλαμάδες), ενώ δεν απαντώνται εδώ οι χαρακτηριστικοί χοροί και ρυθμοί της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πέρα από αυτά τα γενικά χαρακτηριστικά, στο κάθε τοπικό ιδίωμα υπάρχουν ιδιαιτερότητες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, σημαντικές αποκλίσεις από τον κανόνα που περιγράψαμε.
Ο χώρος του Αιγαίου θεωρείται από τους μελετητές και ο γενέθλιος τόπος του ρεμπέτικου τραγουδιού, πάνω στο οποίο έχει στηριχθεί, κατά μεγάλο μέρος του, το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Η προϊστορία και τα πρώτα χρόνια της ακμής αυτού του μουσικού ιδιώματος που σήμερα ονομάζουμε ρεμπέτικο υποδεικνύουν τη μακρόχρονη παρουσία στο χώρο του Αιγαίου σημαντικών αστικών μουσικών εκφράσεων, οι οποίες αποτελούσαν πεδία συγχώνευσης διαφορετικών γλωσσικών, μουσικών και ευρύτερων πολιτισμικών στοιχείων στα μεγάλα εμπορικά λιμάνια του αρχιπελάγους. Δίπλα λοιπόν στα τοπικά μουσικά ιδιώματα, άνθησαν από παλιά στο Αιγαίο και σύνθετες αστικές μουσικές εκφράσεις, οι οποίες επηρέασαν αλλά και επηρεάστηκαν από τα πρώτα. Οι μελέτες που έχουν γίνει για αυτές τις αστικές μουσικές εκφράσεις αναδεικνύουν επίσης την ιδιαίτερη σημασία της μουσικής για την κατασκευή και διαχείριση των κοινωνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων στην περιοχή.

Μουσική, κοινωνικότητα και ταυτότητα
Η μελέτη της μουσικής και του τραγουδιού ως κοινωνικών πρακτικών στην περιοχή του Αιγαίου έχει καταδείξει την ιδιαίτερη σημασία των μουσικών επιτελέσεων για την τοπική ταυτότητα και την ταυτότητα του κοινωνικού φύλου. Η μουσική και το τραγούδι αποτελούν κυρίαρχα σύμβολα και οχήματα της κοινωνικότητας σε κοινοτικές εκδηλώσεις, σε εκδηλώσεις του κύκλου της ζωής, αλλά και σε ομόφυλες συγκεντρώσεις, κατά τις οποίες συγκροτούνται τα φύλα ως κοινωνικές οντότητες. Στις ανδρικές παρέες το τραγούδι αποτελεί συχνά τον πυρήνα της κοινωνικότητας. Οι γυναίκες αποτελούν βασικό φορέα της συλλογικής μνήμης των τοπικών πολιτισμικών εκφράσεων και η συμμετοχή τους στις τελετουργίες του θανάτου, μέσω των συλλογικών μοιρολογιών, τους δίνει έναν ξεχωριστό ρόλο στις διαδικασίες των τελετουργικών λειτουργιών της κοινότητας. Ο αυτοσχεδιαστικός χαρακτήρας του τραγουδιού στα τοπικά γλέντια δημιουργεί μια ιδιαίτερη πλαστικότητα στην έκφραση μέσω του τραγουδιού, παρέχοντας ένα σημαντικό πλαίσιο για τη διαπραγμάτευση καίριων κοινωνικών ζητημάτων για τη ζωή των τοπικών κοινοτήτων, όπως είναι η μετανάστευση, η ξενιτιά, η αλλαγή των συνθηκών ζωής, οι νέοι όροι που διαμορφώνει ο τουρισμός στα νησιά. Σε περιοχές όπου ανθεί το αυτοσχεδιαστικό τραγούδι, όπως η Αμοργός και τα νησιά της, οι τοπικές μουσικοχορευτικές εκφράσεις λειτουργούν ως συμβολικά ισοδύναμα του τόπου, μεταμορφώνοντας το γλέντι σε «συμβολικό χωριό». Οι μουσικές και οι χορευτικές εκφράσεις γίνονται επίσης πεδία έντονων αντιπαραθέσεων και πολιτικής έκφρασης των νέων κοινωνικών δεδομένων της κοινότητας.
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται και στην περιοχή του Αιγαίου μια έντονη κίνηση αναβίωσης των τοπικών πολιτισμικών πρακτικών που είχαν αρχίσει να υποχωρούν στη μεταπολεμική περίοδο, εποχή κατά την οποία κυριάρχησε στα νησιά το φαινόμενο της μόνιμης μετανάστευσης, τόσο προς το εσωτερικό όσο και προς το εξωτερικό. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, με την τακτική επιστροφή των μεταναστών στους γενέθλιους τόπους τους, η μουσική και το τραγούδι τέθηκαν στο επίκεντρο των πολιτισμικών πρακτικών σε τοπικό επίπεδο, ζώντας μια νέα άνθηση, μέσα από αναβιωμένες ή και νεότευκτες πολιτισμικές επιτελέσεις, όπως οι ποικιλόμορφες εκδηλώσεις των τοπικών συλλόγων. Οι εκδηλώσεις αυτές διαμόρφωσαν ένα κύμα αναβίωσης της «παράδοσης» σε τοπικό επίπεδο, που στηρίχτηκε στη μουσική, αλλά και την επηρέασε καθοριστικά.

Η συγκρότηση της παράδοσης
Η παραδοσιακή μουσική στο χώρο του Αιγαίου σήμερα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις επιταγές της δισκογραφικής βιομηχανίας και από την αυξημένη ζήτηση για «αυθεντικά» πολιτισμικά προϊόντα. Οι δύο αυτές τάσεις άλλοτε έχουν συμπληρωματική σχέση και άλλοτε αντιφατικά και ανακόλουθα αποτελέσματα. Η εμπορευματοποίηση της μουσικής σε πανελλαδική κλίμακα διαμόρφωσε μια νέα κατηγορία μουσικού φαντασιακού, του λεγόμενου «νησιώτικου τραγουδιού», το οποίο έλκει την καταγωγή του από το χώρο του Αιγαίου, αλλά έρχεται να συστηματοποιήσει απλουστευτικά τα ιδεατά χαρακτηριστικά της μουσικής του αιγαιακού χώρου, αποδυναμώνοντας ή και περιθωριοποιώντας ολοκληρωτικά τις τοπικές ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες. Σε ένα επόμενο στάδιο, το «νησιώτικο» τραγούδι και οι φορείς του συγχωνεύτηκαν με άλλες πτυχές της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας, παράγοντας μουσικές οσμώσεις τοπικών, λαϊκών και pop στοιχείων, τα οποία επανεισάγονται στις τοπικές κοινωνίες για να καλύψουν τις αυξημένες και συνεχώς ανανεούμενες ανάγκες για «παραδοσιακή» μουσική.
Οι ιδέες μας για την ενότητα του μουσικού ιδιώματος του Αιγαίου προέρχονται εξίσου από τις γνώσεις μας για την ιστορία του χώρου, αλλά και από άλλες πηγές, λιγότερο επίσημες και «έγκυρες», όπως η εικονολογία του τουρισμού και του εξωτισμού που τον συνοδεύει. Η αναζήτηση της «παραδοσιακής» μουσικής του Αιγαίου σήμερα πρέπει επίσης να ιδωθεί, ως ένα βαθμό, σε παραλληλία με την ανακάλυψη της «Μουσικής της Μεσογείου», που τα τελευταία χρόνια αποτελεί μια βασική πτυχή του ρεύματος της «Μουσικής του Κόσμου». Τα τοπικά μουσικά ιδιώματα της Καρπάθου, της Αμοργού, της Νάξου, της Χίου, της Μυτιλήνης και των άλλων νησιών δε συγκροτούν μια ενιαία «παράδοση», παρά μόνο στο βαθμό που είμαστε αποφασισμένοι να την επινοήσουμε και να της αποδώσουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Σε μια τέτοια κίνηση, τα κοινά χαρακτηριστικά των ποικίλων μουσικών εκφράσεων του αιγαιακού χώρου δεν είναι περισσότερο σημαντικά για τον προσδιορισμό της ενότητας της περιοχής από τους ευρύτερους ιστορικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και τις πολιτισμικές πολιτικές που κατασκευάζουν την ενότητα του Αιγαίου.

Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ ΚΑΙ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ

1. Η χορευτική παράδοση της Αμοργού

Στο νησί της Αμοργού η μουσικοχορευτική παράδοση περιλαμβάνει διάφορα είδη Συρτού, Αμοργιανή Σούστα, Μπάλο, Μαντινάδες και Καλαματιανά. Παλαιοτέρα, στα τοπικά γλέντια συμπεριλαμβάνονταν και Ζεϊμπέκικα, Καρσιλαμάδες, Χασαποσέρβικα καθώς και οι λεγόμενοι «Ευρωπαϊκοί» χοροί (Βαλς, Τανγκό κ.α.). Είναι χαρακτηριστικό ότι χορευτικοί σκοποί που παίζονται και χορεύονται σε όλη την Αμοργό επιτελούνται με διαφορετικούς τρόπους, κυρίως ως προς το υφολογικό/εκφραστικό μέρος τους και την ταχύτητά τους. Στην Αιγιάλη οι χοροί είναι πιο γρήγοροι και ανάλαφροι. Στην Κάτω Μεριά είναι πιο αργοί και βαριοί. Στη Χώρα και τα Κατάπολα παρατηρείται μια μίξη των δυο τάσεων. Τα βήματα πάντως είναι παρόμοια σε όλες τις περιοχές του νησιού.

Οι παραδοσιακοί χοροί της Αμοργού είναι οι ακόλουθοι:

Είδη που συγκαταλέγονται στο γένος του Συρτού και περιλαμβάνουν τους Σηλυβριανό, Πολίτικο, Θερμιώτικο, Συριανό, Ποταμό, Υδραίικο και Μηχανικό. Το κάθε είδος χορεύεται με βάση τα τυπικά βήματα του συρτού, αλλά με μικρές παραλλαγές. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για ομαλούς χορούς χωρίς σαλταρίσματα, με τσαλέμια στρωτά, στροφές και καθίσματα τα οποία κάνει ο άνδρας πρωτοχορευτής, ενώ οι γυναίκες χορεύουν σεμνά, χωρίς πολλά λικνίσματα.

Ο Κίτσος, ο οποίος συγκαταλέγεται στους συρτούς, είναι αντρικός χορός. Είναι ζωηρός, ρωμαλέος, πηδηχτός χορός, που συνήθως άνοιγε τα γλέντια του νησιού χορευόμενος από δυο άντρες.

Η Αμοργιανή Σούστα είναι ζευγαρωτός χορός με βήματα συρτού, που χορεύεται από δυο ή περισσότερα ζευγάρια. Ξεκινούν τα ζευγάρια με συρτά βήματα δεξιά και αριστερά και, όταν ο μουσικός σκοπός περάσει στο επόμενο μέρος του (στην επόμενη «πάρτη»), οι χορευτές πιάνονται από τα χέρια για να κάνουν τις στροφές μεταξύ τους και, στη συνέχεια, για να σχηματίσουν κύκλο. Στο νέο πέρασμα του μουσικού σκοπού στο επόμενο μέρος του, οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους και το βήμα τους γίνεται πιο έντονο, με ένα διακριτικό χτύπημα που χαρακτηρίζει τον Αμοργιανό βηματισμό. Η Αμοργιανή Σούστα χορευόταν παλαιότερα μόνο στην περιοχή της Αιγιάλης και σήμερα χορεύεται σχετικά σπάνια. Τόσο ο σκοπός όσο και ο χορός της Αμοργιανής Σούστας απαντώνται μόνο στην Αμοργό.

Ο Νι Κε Ντρε είναι αντρικός αποκριάτικος χορός. Οι χορευτές ξεκινούν σε ευθεία και πηγαίνουν δεξιά και αριστερά και, στο πέρασμα του μουσικού σκοπού στο επόμενο μέρος του, χορεύουν επιτόπου με ζωηρά χτυπήματα των ποδιών. Ο Νι Κε Ντρε παλαιότερα χορευόταν μόνο στην περιοχή της Αιγιάλης.

Η Αραπίνα είναι νεότερος γυναικείος συρτός χορός που χόρευαν οι γυναίκες των ναυτικών τα βράδια στις βεγγέρες που έκαναν στα σπίτια τους και δηλώνει την κομψότητα και χάρη των χορευτριών. Οι χορεύτριες πιάνονται από τους ώμους.

Ο Μπάλος είναι ζευγαρωτός ερωτικός χορός που διαδέχεται τους συρτούς και, κατά τη διάρκειά του, εκφράζονται τα συναισθήματα του χορευτή προς τη γυναίκα με την οποία χορεύει. Οι κινήσεις του άντρα συμβολίζουν την προσπάθεια να πλησιάσει τη γυναίκα και να την κατακτήσει, ενώ η γυναίκα χορεύει με σεμνότητα και χάρη. Κατά τη διάρκεια του χορού, πολλές φορές ανταλλάσσονταν λόγια ή μηνύματα μεταξύ του ζευγαριού που χόρευε, ενώ η επιλογή της γυναίκας από τον άντρα για το συγκεκριμένο χορό ήταν αποκαλυπτική ειδυλλίων που είτε προϋπήρχαν είτε δημιουργούνταν.

Ο Καροτσέρης είναι παλαιός χορός που δεν χορεύεται πλέον. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 χορευόταν σε όλη την Αμοργό.

1.1. Η παραδοσιακή χορευτική πρακτική του «Κάβου» και του «Φαλού»

Ο χορός που συνήθως άνοιγε τα γλέντια ήταν ο Κίτσος ο οποίος χορευόταν από δυο άντρες, τον «Κάβο», ο οποίος έσερνε το χορό και το «Φαλό», ο οποίος ακολουθούσε. Μετά τον Κίτσο, ο Κάβος ζητούσε από το βιολάτορα να αλλάξει το σκοπό και καλούσε τις γυναίκες με τις οποίες επιθυμούσε να χορέψει για μια σειρά συρτών χορών. Ο Φαλός παρέμενε στον κύκλο επίσης, αλλά βρισκόταν στο τέλος της σειράς των χορευτών («φάλευε») και δεν επιτρεπόταν να κάνει τσαλέμια και άλλες χορευτικές φιγούρες καθώς αυτά ήταν αναμενόμενα από τον Κάβο. Όταν τελείωνε η σειρά των συρτών ακολουθούσε συνήθως ο Μπάλος τον οποίο ο Κάβος χόρευε μόνος με την εκλεκτή του. Κατόπιν, είτε οι ρόλοι αντιστρέφονταν (ο Κάβος γινόταν Φαλός και ο Φαλός Κάβος), είτε ο Φαλός ζητούσε από έναν άλλο άντρα να παίξει το ρόλο του Φαλού ενώ ο ίδιος γινόταν Κάβος. Ο νέος λοιπόν Κάβος καλούσε με τη σειρά του τις γυναίκες με τις οποίες επιθυμούσε να χορέψει και η διαδικασία επαναλαμβανόταν. Ήταν ανεπίτρεπτο να σηκωθεί για χορό οποιαδήποτε άλλη παρέα μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Τόσο ο Κάβος όσο και ο Φαλός πλήρωναν βεβαίως τους μουσικούς προκειμένου να παίξουν συγκεκριμένους σκοπούς και τραγούδια τα οποία τους παράγγελναν.

1.2. Η σχέση μουσικών – χορευτών κατά τη διάρκεια της μουσικοχορευτικής επιτέλεσης

Παλαιότεροι πρωτοχορευτές (όπως πχ ο Φάνης Ρούσσος από την Αμοργό) αναφέρουν ότι υπήρχε πάντα μια αμφίδρομη «μυστική» συνενόηση μεταξύ του βιολάτορα και των χορευτών σχετικά με τα χρονικά σημεία όπου – κυρίως οι πρωτοχορευτές – έκαναν τσαλέμια και χορευτικές φιγούρες, αλλά και εν γένει σχετικά με τη διαδικασία της μουσικοχορευτικής πράξης. Ο βιολάτορας προετοίμαζε και υποδείκνυε με το παίξιμό του στον πρωτοχορευτή το χρονικό σημείο των τσαλεμιών, αφήνοντας πάντοτε τον κατάλληλο χρόνο για να ξεκουραστεί ενδιάμεσα ο χορευτής. Αντιστρόφως, ο πρωτοχορευτής με τις κινήσεις του υπονοούσε και υποδείκνυε επίσης στο βιολάτορα την ετοιμότητά του για τσαλέμια ή/και για την αυξομείωση της ταχύτητας επιτέλεσης τού χορευτικού σκοπού. Η επικοινωνία αυτή λειτουργούσε βεβαίως ευκολότερα όταν οι μουσικοί και οι χορευτές γνωρίζονταν και είχαν πολλές ανάλογες ευκαιρίες να αναπτύξουν και να βαθύνουν αυτή τη σχέση.

2. Η χορευτική παράδοση στα Νησιά της Αμοργού

Η χορευτική παράδοση των νησιών της Αμοργού ακολουθεί κατά κανόνα αυτήν της Αμοργού. Περιλαμβάνει δηλαδή είδη που συγκαταλέγονται στο γένος του Συρτού (Σηλυβριανό, Πολίτικο, Θερμιώτικο, Συριανό, Ποταμό, Υδραίικο, Μηχανικό), Μπάλο, Μαντινάδες και Καλαματιανά. Ο «Κίτσος», η «Αμοργιανή Σούστα», ο «Νι Κε Ντρε» και η «Αραπίνα» δεν απαντώνται στα νησιά της Αμοργού. Σε ό,τι αφορά τα βήματα των χορών ακολουθούνται γενικώς τα πρότυπα της Αμοργιανής παράδοσης, με μικρές παραλλαγές οι οποίες ποικίλουν ανά νησί.
Δεδομένου του γεγονότος ότι ο Κίτσος δεν παιζόταν/χορευόταν στα νησιά της Αμοργού, ο σκοπός/χορός που άνοιγε τα γλέντια ήταν ο Σηλυβριανός. Κατά την παραδοσιακή χορευτική πρακτική του Κάβου/Φαλού ο Σηλυβριανός ήταν ο χορός που χορευόταν από τους δυο άντρες (τον Κάβο και το Φαλό) πριν ακολουθήσουν οι υπόλοιποι σκοποί/χοροί με την παρουσία γυναικών. Σύμφωνα με συγκλίνουσες μαρτυρίες α) η σειρά με την οποία επιτελούνταν οι σκοποί/χοροί ήταν η ακόλουθη: Σηλυβριανός, Πολίτικος, Θερμιώτικος, Συριανός, Δωδεκανησιακή Σούστα, Μπάλος, Καλαματιανός και
β) στα νησιά της Αμοργού, παίζονταν/χορεύονταν επίσης Ζεϊμπέκικα, Καρσιλαμάδες και Τσιφτετέλια με προέλευση τη Μικρά Ασία.

Πηγή: Οικονομίδης Γ. Γεώργιος (Αμοργός), δάσκαλος χορού.

Η ΛΑΪΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ ΚΑΙ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ

Η λαϊκή/δημοτική ποίηση που φιλοξενείται στο Ψηφιακό Οπτικοακουστικό Αρχείο παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της συλλέχθηκε από διάφορες πηγές.
Το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριλαμβανόταν σε αδημοσίευτα δημόσια και ιδιωτικά αρχεία τα κυριότερα εκ των οποίων είναι τα εξής:
1) Το αρχείο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΕΛ). Το ΚΕΕΛ είχε στην κατοχή του την αδημοσίευτη συλλογή του Αμοργίνου λόγιου του 19ου αιώνα Εμμανουήλ Ιωαννίδη, με τίτλο Εμμανουήλ Ιωαννίδη Αμοργίνου Κατάλοιπα, η οποία συγκροτήθηκε το 1857 και περιλαμβάνει 6673 δίστιχα και 180 τραγούδια. Η συγκεκριμένη συλλογή παρουσιάζεται αυτόνομα στο παρόν αρχείο, στο τμήμα «Αρχεία».

2) Το αρχείο του Αμοργίνου φιλολόγου και ερευνητή Γεωργίου Α. Μαύρου το οποίο περιελάμβανε, ανάμεσα στα άλλα, μια ευρεία συλλογή 1300 διστίχων με πλήρη κατηγοριοποίηση και σχολιασμό τους από τον ίδιο.

3) Η συλλογή διστίχων και τραγουδιών της Αμοργιανής φιλολόγου Άννας Πρασίνου Λάμπρου με τίτλο «Τραγούδια που λέγονταν στην Αμοργό», δημοσιευμένη στο περιοδικό του Συνδέσμου Αμοργίνων Αμοργιανά, τεύχος 10, (2004), σσ. 39-155. Η συλλογή περιλαμβάνει 1024 κατηγοριοποιημένα δίστιχα και 23 τραγούδια.

4) Μικρές διάσπαρτες ιδιωτικές συλλογές οι οποίες εντοπίστηκαν από την ερευνητική ομάδα.

Το περιεχόμενο των τριών τελευταίων πηγών παρουσιάζεται ενοποιημένο και κατηγοριοποιημένο στο παρόν αρχείο και περιλαμβάνει και τα σχόλια των συλλεκτών όπως αυτά εμφανίζονται στις αρχικές πηγές. Επιπρόσθετα, το Αρχείο του Γεωργίου Α. Μαύρου παρουσιάζεται (και) αυτόνομα στο παρόν αρχείο, στο τμήμα «Αρχεία».

Παρότι το μεγαλύτερο μέρος των διστίχων και των τραγουδιών που παρουσιάζονται στο Αρχείο Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της ανήκει στην προφορική ποιητική παράδοση των νησιών, το αρχείο του Γεωργίου Α. Μαύρου περιλαμβάνει αναλυτικές αναφορές και βιογραφικά στοιχεία για Αμοργίνους λαϊκούς ποιητές του 19ου και του 20ου αιώνα, ποιήματα των οποίων αποτυπώθηκαν ολοκληρωμένα και επώνυμα στο αρχείο του. Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά τους κυριότερους από αυτούς με την υπόμνηση ότι τα πλήρη βιογραφικά τους στοιχεία βρίσκονται στην ενότητα «Βιογραφίες» στο παρόν αρχείο: Γιάννης του Πέτρου (1858-1931), Εμμανουήλ Ν. Κωβαίος (Μανωλιός του Ρυάκα) (1896-1991), Επαμεινώνδας Γαβράς (1836-1917), Νικόλαος Γ. Νομικός (1892-1987), Μιχαήλ Ι. Πάσαρης (Μιχαλάκης ο Βουνιός) (1907-1992), Ειρήνη Ν. Μαύρου (1899-1987), Δημήτριος Νομικός (Δημητράκης του Σπανού) (1900-1997), Δημήτριος (Δημητράκης) Εξαρχόπουλος (1864-1951), Δημήτριος Ν. Δεσποτίδης (1920-1999).

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΟΡΓΟ

1. Το έθιμο του Καπετάνου στη Λαγκάδα της Αμοργού

Σύμφωνα με συγκλίνουσες μαρτυρίες, το έθιμο συνδέεται με τη σφαγή της Αιμπηγής. Στη Λαγκάδα, κάτω από την αυλή της εκκλησίας της Παναγίας της Επανοχωριανής, υπάρχει ένα μεγάλο στρογγυλό χωράφι το οποίο λέγεται «Αιμπηγή», από το «αίμα» και το «πήγνυμι» – είναι δηλαδή το σημείο όπου έπηξε το αίμα. Ο θρύλος λέει ότι κάποια στιγμή, Αγαρινοί πειρατές ανεβήκαν από τη Μεγάλη Βλυχάδα την ημέρα της γιορτής της Παναγίας και σφάξανε όλο τον πληθυσμό του χωριού, στην αυλή αυτής της εκκλησίας. Το αίμα κύλησε κι έπηξε μέσα στην Αιμπηγή. Οι Αγαρινοί εκδιώχθηκαν αργότερα από ντόπιους κατοίκους του νησιού. Προκειμένου να τιμηθεί ο επικεφαλής των ντόπιων πολεμιστών (ο «Καπετάνιος») ο παπάς του χωριού τον έντησε με το ένδημα που φορούν οι ιερωμένοι εσωτερικά του ράσου τους (αντερί). Κατόπιν, αυτός ο πρώτος «Καπετάνιος», έφιππος έφτασε στο χωριό όπου εορτάστηκε η εκδίωξη των πειρατών. Πιθανολογείται ότι όταν έγινε η σφαγή της Αιμπηγής, οι ιερωμένοι της εποχής χρησιμοποίησαν ένα προϋπάρχον έθιμο, ώστε να επαναφέρουν τους επιζήσαντες, να επαναδημιουργήσουν το χωριό και να επανασυστήσουν την κοινότητα. Το τελετουργικό του εθίμου εμπεριέχει αφενός μια θρησκευτική αναφορά (είσοδος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ) και αφετέρου μια εθνικοαπελευθερωτική αναφορά (του νικηφόρου πολεμιστή, του «Καπετάνιου» που εκδιώκει τους βαρβάρους και κατόπιν πανηγυρίζει με τους απελευθερωμένους τον ερχομό της λευτεριάς).

Το έθιμο εορτάζεται ως εξής: Την Κυριακή της Τυρινής, πριν την Καθαρά Δευτέρα, μετά την πρωινή εκκλησία, όλοι οι άντρες μαζεύονται σ’ ένα καφενείο στην πλατεία του χωριού (Λόζα). Αφού πιούν τον καφέ τους, ξεκινούν να πίνουνε, και με τη συνοδεία οργάνων να τραγουδούν ένα τραγούδι, το οποίο στην περιοχή της Αιγιάλης τραγουδιέται μόνο εκείνη τη μέρα. Το τραγούδι αυτό και ο συνώνυμος οργανικός σκοπός αποκαλείται «αποκριανός». Κατά την εκτέλεση του τραγουδιού, οι συμμετέχοντες αρχίζουν να αυτοσχεδιάζουν στίχους για το έθιμο, για την παρέα, για τους φίλους που βρίσκονται στο τραπέζι. Κατόπιν φεύγουν όλοι μαζί από το καφενείο και, τραγουδώντας συνέχεια τον αποκριανό, βαδίζουν ως την Παναγία την Επανοχωριανή. Φτάνοντας, συναντούν τους γηραιότερους άνδρες του χωριού που συνήθως είναι ήδη εκεί και, όλοι μαζί, τρώνε ψάρια τηγανητά, ψωμί, τυρί και πίνουνε γλυκό κρασί. Το τραγούδι του αποκριανού συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή όπου ο αρχαιότερος / γηραιότερος άνδρας μαζεύει όλους τους ελεύθερους νέους, στην αυλή, μπροστά στην πύλη της εκκλησίας, και πετάει ένα γιλέκο σε κάποιον νέο. Το γιλέκο δεν πετάγεται τυχαία προς την παρέα των νέων με στόχο κάποιος από αυτούς να το πιάσει. Αντίθετα, ο γηραιότερος διαλέγει σε ποιον νέο θα φτάσει το γιλέκο. Ο νέος αυτός γίνεται ο «Καπετάνιος» και θεωρείται ως ο καπετάνιος του γλεντιού.
Κατόπιν, όλοι οι άνδρες, νεότεροι και γηραιότεροι αλλάζουν ρούχα, ντύνονται με παραδοσιακές φορεσιές, βράκες, φέσια, ζωνάρια, γιλέκα και ο Καπετάνιος ανεβαίνει επάνω σε στολισμένο άλογο. Φτιάχνεται ταυτόχρονα το «Λάβαρο» του γλεντιού – ένα ξύλινο κοντάρι το οποίο έχει καρφωμένα στην κορυφή του ένα καρβέλι ψωμί, ένα κεφάλι τυρί και ένα φύλλο με ξερό μπακαλιάρο ή ένα ξερό χταπόδι. Το τυρί συμβολίζει τη Τυρινή εβδομάδα, το ψωμί τη δύναμη και το χταπόδι τη Σαρακοστή που ακολουθεί, πριν το Πάσχα. Το λάβαρο σηκώνει ο μπροστάρης της πομπής ο «μπαϊρακτάρης», ο οποίος συνήθως είναι προσφιλές πρόσωπο του Καπετάνιου και η πομπή ξεκινά την επιστροφή τραγουδώντας πάντα τον αποκριανό.
Στη Λαγκάδα, στην τοποθεσία «Πορτάρα» αναμένουν την πομπή όλες οι ελεύθερες γυναίκες του χωριού ντυμένες και αυτές με παραδοσιακές φορεσιές. Η πομπή σταματά και το τραγούδι συνεχίζεται με τους στίχους να γίνονται πιο στοχευμένοι ως προς το περιεχόμενο, να αναφέρονται δηλαδή, στα κορίτσια, στην ομορφιά τους, στο πώς περιμένουν με ανυπομονησία αυτή τη μέρα και σε ανάλογα θέματα. Η πομπή ξεκινά πάλι και μπαίνει στο χωριό βαδίζοντας μέσα στα πολυάριθμα στενά όπου οι κάτοικοι βγαίνουν στις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών τους και κερνούν τον Καπετάνιο και το τσούρμο του. Αφού ολοκληρώσει τον κύκλο του χωριού, η πομπή καταλήγει πάλι στην πλατεία.
Μπαίνοντας αυτή τη φορά στην πλατεία του χωριού ακούγονται οι τελευταίοι αυτοσχέδιοι στίχοι και ο αποκριανός σταματά. Ο Καπετάνιος τρέχει τρεις φορές με το άλογο του πάνω κάτω στην πλατεία, σταματάει, ξεπεζεύει, τα όργανα μπαίνουν στη μέση της πλατείας κι ο Καπετάνιος θα σύρει το χορό χορεύοντας τον «Κίτσο». Ο Κίτσος είναι παραδοσιακός Αιγιαλίτικος οργανικός σκοπός και χορεύεται μόνο από άντρες.
Αφού χορέψουν οι άντρες τον Κίτσο, ο Καπετάνιος πηγαίνει στις συγκεντρωμένες ελεύθερες γυναίκες και πετάει το μαντήλι του στην εκλεκτή του, σ’ αυτήν δηλαδή με την οποία είναι ερωτευμένος και κατόπιν την τραβάει στο χορό. Με αυτή την έννοια, το έθιμο του Καπετάνιου μπορεί να θεωρηθεί και ένα έθιμο για τους ανομολόγητους έρωτες. Δίνεται δηλαδή η δυνατότητα στον πρωταγωνιστή να ομολογήσει τον έρωτά του δημόσια, μπροστά σε ολόκληρο το χωριό και στην ουσία να λάβει την ευλογία και την εύνοια του χωριού, ώστε να μπορέσει αυτός ο έρωτας να ευδοκιμήσει. Παλαιότερα, αυτό θεωρούνταν επίσημος αρραβώνας. Αιτία για το γεγονός αυτό ήταν ότι ο γηραιότερος άνδρας που διάλεγε τον Καπετάνιο ήταν ο ίδιος ο παπάς του χωριού. Ο παπάς ήξερε από την εξομολόγηση ποιο ζευγάρι είναι ερωτευμένο – ήξερε δηλαδή με βεβαιότητα ότι ο έρωτας ήταν αμοιβαίος, ενέκρινε τα ειδύλλια (ή όχι) κι έδινε την ευκαιρία στο νέο αυτόν να γίνει Καπετάνιος, να σηκώσει στον χορό την κοπέλα και να αποκαλύψει έτσι τον έρωτά του. Βεβαίως, από τη στιγμή που αυτός ο έρωτας ήταν ευλογημένος από τον παπά, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να φέρει κάποιος οποιαδήποτε αντίρρηση. Ο παπάς επέλεγε τον Καπετάνιο σκεπάζοντάς τον με το «ζουμπέ» (ένα είδος εξωτερικού ράσου). Πέρα από την άλλη αμφίεσή του ο Καπετάνιος συνέχιζε να φοράει το ζουμπέ σε όλη τη διάρκεια πραγμάτωσης του εθίμου. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Μετά την επιλογή της «Καπετάνισσας» από τον Καπετάνιο άρχιζε ο χορός και το αποκριάτικο γλέντι στη Λόζα κρατούσε μέχρι τη δύση του ηλίου. Κατόπιν ο Καπετάνιος οδηγούσε όλους τους παρευρισκόμενους στο σπίτι του όπου τους κέρναγε και αργότερα το γλέντι συνεχιζόταν στις ταβέρνες του χωριού.

2. Το έθιμο του Καπετάνου στα Θολάρια της Αμοργού

Ο εορτασμός του Εθίμου του Καπετάνιου στα Θολάρια της Αμοργού είναι παρόμοιος με αυτόν της Λαγκάδας. Αναβιώνει επίσης κάθε χρόνο την τελευταία Κυριακή της Τυρινής εβδομάδας, πριν τη Καθαρά Δευτέρα και πριν την επίσημη έναρξη της Σαρακοστής.
Στο μικρό ξωκλήσι του Αγ. Δημητρίου έξω από τα Θολάρια, μαζεύονται (γύρω στις 11.00 το πρωί) κυρίως οι νεαροί άνδρες του χωριού, επιλέγεται ο Καπετάνιος από κάποιον γηραιότερο και ντύνονται όλοι με παραδοσιακές φορεσιές. Πριν δοθεί το γιλέκο στον Καπετάνιο αυτοσχέδια δίστιχα (μαντινάδες) τραγουδιούνται με βάση τον «αποκριανό» σκοπό.
Ο Μπαϊρακτάρης (ή Μπαϊλακτάρης) γίνεται ο επικεφαλής της πομπής και κατόπιν ακολουθεί ο Καπετάνιος και οι μουσικοί. Η πομπή με κατεύθυνση τα Θολάρια φεύγει από το ξωκλήσι και φθάνει περίπου στις 2.00 το μεσημέρι στην τοποθεσία «Σελάδι» (στην είσοδο των Θολαρίων από τη δυτική πλευρά τους). Εκεί περιμένουν ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές οι υποψήφιες «Καπετάνισσες» – οι ελεύθερες ακόμη, ντόπιες γυναίκες.
Τα κεράσματα ξεκινούν εδώ από τα μαγαζιά του χωριού και η πομπή συνεχίζει τη διαδρομή της μέσα από τα στενά του χωριού όπου συνεχίζονται τα κεράσματα από τους κατοίκους που αναμένουν την πομπή στις αυλές των σπιτιών τους. Ο Καπετάνιος λίγο αργότερα θα τρέξει τρεις συνεχόμενες φορές με το άλογο σε μια ευθεία και, κατόπιν, όλοι μαζί θα κατευθυνθούν στην αυλή της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων. Ο Καπετάνιος θα σύρει το χορό ξεκινώντας με τον «Κίτσο» και θα ακολουθήσει η επιλογή της «Καπετάνισσας». Οι ελεύθερες γυναίκες κάθονται στη σειρά και ο Καπετάνιος πετάει το μαντήλι του προς το μέρος εκείνης που επιθυμεί. Με αυτό τον τρόπο αποκαλύπτεται βεβαίως δημοσίως ο έρωτάς του. Στην αυλή της εκκλησίας ξεκινάει κατόπιν το γλέντι, το οποίο στη συνέχεια απλώνεται σε διάφορα σημεία του χωριού. Παλαιότερα, η έναρξη του εθίμου γίνονταν στον Άη Γιάννη στο Ακρωτήρι (Θολάρια), ενώ η διαλογή για την επιλογή του Καπετάνιου ήταν αρμοδιότητα του παπά χωριού.

3. Το έθιμο του Καπετάνιου στη Σχοινούσα

Ο εορτασμός του Εθίμου του Καπετάνιου στη Σχοινούσα ήταν παρόμοιος με αυτόν της Αμοργού. Το έθιμο δεν εορτάζεται στο νησί από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970, διότι θεωρήθηκε από κάποιον ηγούμενο της εποχής αντιχριστιανικό.
Ο «Καπετάνιος» στη Σχοινούσα υποδεικνυόταν αποκλειστικά από τον παπά, αμέσως μετά τη λειτουργία, κατά την τελευταία Κυριακή της Τυρινής εβδομάδας. Μεταφερόταν κατόπιν στα χέρια από την εκκλησία στο καφενείο όπου κερνούσε όλους τους παρευρισκόμενους. Πολλές φορές, όπως και στην Αμοργό, η επιλογή του Καπετάνιου από τον παπά γινόταν με κριτήριο το ειδύλλιο ή τον επικείμενο γάμο του με κάποια κοπέλα του νησιού. Το λάβαρο του γλεντιού – ένα ξύλινο κοντάρι το οποίο είχε καρφωμένα στην κορυφή του ένα καρβέλι ψωμί, ένα ξερό χταπόδι, σκόρδα, κρεμμύδια και μια σημαία – ονομαζόταν «Μπαεράκι» και όλα τα τρόφιμα που χρησιμοποιούνταν για το στολισμό του ήταν προσφορά του Καπετάνιου. Ακολουθούσε πάντοτε τοπικό γλέντι με μουσική και χορό, είτε στο καφενείο είτε σε σπίτια, μέχρις ότου ο παπάς χτυπούσε την καμπάνα της εκκλησίας, σηματοδοτώντας έτσι το κλείσιμο του γλεντιού.

Πηγές:
1) Μαρτυρία Αντωνίου Ν. Ρούσσου στο Istorima.org (URL: https://www.istorima.org/podcast/451/o-anomologitos-erotas-tou-kapetaniou/)
2) Μαρτυρία Μανώλη Βασάλου – Κάστρο της Αμοργού 27, (2006): 16-17
3) Μαρτυρία Δημήτρη Ν. Θεολογίτη
4) Μαρτυρία Νικολάου Κωβαίου
5) Μαρτυρία Γεωργίου Κωβαίου
6) Άρθρο υπογεγραμμένο από συντάκτη με το ψευδώνυμο «Λαγκαδιανός». Αιγιάλη 88, (1985): 5.
7) Άρθρο υπογεγραμμένο από το Μ. Συνοδινό. Αιγιάλη 151, (1996): 5.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Επικεφαλής Ερευνητής / Συντονιστής

Δρ. Παναγιώτης Λιαρόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής, Berklee College of Music – Panagiotis Liaropoulos

Τοπικοί συνεργάτες

Γαβράς Ι. Μάρκος (Αμοργός), μουσικός
Γιαννακός Κ. Νικήτας (Αμοργός), μουσικός
Οικονομίδης Γ. Γεώργιος (Αμοργός), δάσκαλος χορού
Οικονομίδης Δ. Νικόλαος (Σχοινούσα), μουσικός

Πληροφορητές

Αμοργός: Βαζαίος Μ. Νικόλαος (1965), Βλαβιανός Ε. Μιχαήλ (1938), Γαβαλάς Δ. Αντώνιος (1933), Γαβαλάς Α. Δημήτριος (1966), Γαβράς Ι. Μάρκος (1960), Γιαννακόπουλος Ν. Σταμάτης (1974), Γιαννακός Η. Αντώνιος (1984), Γιαννακός Κ. Νικήτας (1974), Θεολογίτης Μ. Ιωάννης (1989), Θεολογίτης Ν. Σταμάτης (1966), Θεολογίτης Δ. Νικόλαος (1933), Κωβαίος Μ. Ιωάννης (1964), Κωβαίος Νικόλαος (1941), Κωβαίος Ν. Δημήτριος (1991), Νομικός Ανάργυρος (1946), Νομικού Διασυνώ, Οικονομίδης Γ. Γεώργιος (1964), Οικονομίδης Δ. Γεώργιος (1963), Ρούσσος Ν. Αντώνιος (1979), Ρούσσος Φάνης (1934), Σκοπελίτης Δ. Ιωάννης (1956), Στεφανόπουλος Κ. Νικόλαος (1941), Συνοδινός Χ. Ιωάννης (1953), Συνοδινός Μ. Νικήτας (1931), Συνοδινός Σ. Νικήτας, Συνοδινού Σ. Βαρβάρα, Συνοδινού-Βασσάλου Ειρήνη (1928)

Δονούσα: Κωβαίος Δημήτριος (1938), Πρασίνου Φανή (1932), Σκοπελίτης Δ. Ηλίας (1955)

Ηρακλειά: Γαβαλάς Γ. Ευάγγελος (1953), Κωβαίος Μιχαήλ (1931)

Κουφονήσια: Βενετσάνος Γεώργιος (1960), Κωβαίου Γεωργία (1964), Πράσινος Κωνσταντίνος (1941), Ρουμελιώτης Μ. Ευάγγελος (1949), Σκοπελίτης Μαθιός (1950), Συμιγδαλάς Ιωάννης (1985)

Σχοινούσα: Κωβαίος Γεώργιος (1933), Κωβαίου Μαργαρίτα (1935), Οικονομίδης Δ. Νικόλαος (1960)

Δημόσια / Ιδιωτικά Αρχεία που παραχωρήθηκαν στο Ψηφιακό Οπτικοακουστικό Αρχείο Παραδοσιακής Μουσικής της Αμοργού και των Νησιών της

Αρχείο Γεωργίου Α. Μαύρου – Παραχωρήτρια: Γύπαρη Μαριλένα
Φωτογραφικό Αρχείο Αντωνίου Βλαβιανού – Παραχωρητής: Βλαβιανός Α. Βασίλειος
Οπτικοακουστικό Αρχείο Ιωάννη Κωβαίου – Παραχωρητής: Κωβαίος Μ. Ιωάννης
Αρχείο Εμμανουήλ Ιωαννίδου (Αμοργίνου) – Παραχωρητής: Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

Γραφιστικός Σχεδιασμός (UI/UX)

Γούναρης Αθανάσιος – NO IDEA Graphic Design

Πληροφορική υποστήριξη

Πασσαλίδης Ιωάννης – Jamp Web Solutions

Τεχνικός ήχου

Σαπουνάς Ευάγγελος – Subway Studios

Ψηφιοποιήσεις / Μεταγραφές / Επιμέλεια κειμένων

Τσελίκας Αγαμέμνων – ΑΡΕΘΑΣ Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνών Παλαιογραφίας, Βιβλιολογίας και Ιστορίας των Κειμένων
Κέντρο Ελληνικής Μουσικής (ΚΕΜ)

Μεταφράσεις

Παναγιώτης Λιαρόπουλος